Μείωση του βασικού επιτοκίου καταθέσεων στο -0,5% και επαναφορά του προγράμματος αγοράς ομολόγων (QE) ύψους 20 δισ. αποφάσισε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκειμένου να τονώσει την οικονομία της ευρωζώνης.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, ανέφερε ότι υπήρχαν τρία στοιχεία πίσω από την απόφαση: μια παρατεταμένη επιβράδυνση της οικονομίας, η εμμονή των κινδύνων του παγκόσμιου εμπορίου, η αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων για τον πληθωρισμό.

“Είναι καιρός πλέον η δημοσιονομική πολιτική να μπει μπροστά”, δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ντράγκι.

“Στη σκιά της αποδυνάμωσης των οικονομικών προοπτικών και με τη συνεχιζόμενη παρουσία των καθοδικών κινδύνων, οι κυβερνήσεις με δημοσιονομικό περιθώριο θα πρέπει να δράσουν με αποτελεσματικό και έγκαιρο τρόπο”, δήλωσε.

Με τις δηλώσεις αυτές, ο Ντράγκι «κλείνει το μάτι» στη Γερμανία, υπονοώντας ότι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με ύφεση, ήρθε η ώρα να υιοθετήσει πιο επεκτατική πολιτική.

Σημείωσε μάλιστα ότι ένας ενεργότερος ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον, τονώνοντας τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και τον πληθωρισμό.

Συγκεκριμένα, σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν ο ίδιος ανησυχεί για μια πιθανή ύφεση στη Γερμανία, ο κ. Ντράγκι απάντησε:

«Μια ύφεση στην ευρωζώνη είναι μια μικρή πιθανότητα, ωστόσο αυτή η πιθανότητα έχει αυξηθεί. Και στη Γερμανία, πολλά ινστιτούτα έχουν προειδοποιήσει ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται ήδη σε ύφεση ή κινδυνεύει να βρεθεί σε ύφεση.

Πρόκειται για μια περίπτωση έγκαιρης και αποτελεσματικής δράσης όσον αφορά τη δημοσιονομική πλευρά».

Ο κεντρικός τραπεζίτης στην ουσία στέλνει το μήνυμα στην Άνγκελα Μέρκελ να αυξήσει τις κυβερνητικές δαπάνες.

Αναθεώρηση των προβλέψεων

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο κ. Ντράγκι δήλωσε ότι η τράπεζα αναθεωρεί τις προβλέψεις τις προς τα κάτω για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη. Το ΔΣ αναμένει τώρα αύξηση στο ΑΕΠ 1,1% το 2019, 1,2% το 2020 και 1,4% το 2021.

Επιπλέον, ο πρόεδρος της ΕΚΤ δήλωσε ότι η ΕΚΤ μειώνει τις εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης, ο οποίος τώρα εκτιμά ότι διαμορφωθεί στο 1,2% το 2019, στο 1% το 2020 και στο 1,5% το 2021.

 

«Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης πρέπει να υιοθετήσουν πολιτικές που να προωθούν τη βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, ενώ οι χώρες της Ευρωζώνης με υψηλό χρέος πρέπει να υιοθετήσουν πολιτικές να σταματήσουν τον φαύλο κύκλο», τόνισε ο πρόεδρος της ΕΚΤ.

Ο κ. Ντράγκι άφησε ωστόσο και αιχμές για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων από κυβερνήσεις : «Η ανάπτυξη της Ευρωζώνης ήταν έργο της ΕΚΤ και των μεταρρυθμίσεων ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ χωρών».

Ο κ. Ντράγκι πρόσθεσε πως «Οι πιέσεις στην Ευρωζώνη είναι επίμονες και οι προοπτικές του πληθωρισμού δεν είναι θετικές».

Ο Μάριο Ντράγκι συμπλήρωσε ότι με τη σημερινή απόφαση η ΕΚΤ αποδεσμεύεται από ημερολογιακούς περιορισμούς και τόνισε ότι το guidance και το πρόγραμμα αγοράς τίτλων είναι ανοιχτό.

Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις της ΕΚΤ:

Το επιτόκιο καταθέσεων θα μειωθεί κατά 10 μονάδες βάσης στο -0,50%. Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης θα παραμείνουν αμετάβλητα στα τρέχοντα επίπεδα 0,00% και 0,25% αντίστοιχα. Τα επιτόκια θα διατηρηθούν σε αυτό το επίπεδο έως ότου ο πληθωρισμός διαμορφωθεί σε συμφωνία με το στόχο της ΕΚΤ, κοντά αλλά κάτω από 2%.

Οι αγορές ομολόγων θα ξαναρχίσουν στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (QE), ύψους 20 δισ. ευρώ μηνιαίως, από την 1η Νοεμβρίου. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι το QE θα διαρκέσει για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί, ώστε να ενισχυθεί ο ευνοϊκότερος αντίκτυπος της νομισματικής πολιτικής.

Επιπλέον, η ΕΚΤ ανακοίνωσε αλλαγές στα φθηνά δάνεια προς τις τράπεζες (TLTRO) για «να εξασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων». Η διάρκεια των TLTRO θα παραταθεί από δύο σε τρία χρόνια.

Τέλος, προκειμένου να βοηθήσει τις τράπεζες μετά και τη νέα μείωση επιτοκίου, η ΕΚΤ αποφάσισε να υιοθετήσει ένα σύστημα δυο βαθμίδων αναφορικά με τις χρεώσεις που πληρώνουν για τις καταθέσεις τους. Με βάση αυτό τμήμα των κεφαλαίων που τοποθετούν οι τράπεζες στην ΕΚΤ θα εξαιρείται από το αρνητικό επιτόκιο.