Πού θα φτάσει η σύγκρουση Βορείων και Νοτίων για το ευρωομόλογο; Θα βρεθεί συμβιβασμός ή θα έχουμε μια νέα κρίση του ευρώ εν μέσω πανδημίας;

Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα στην ευρωζώνη, ύστερα από το «όχι» των Γερμανών και των συμμάχων τους στην έκδοση ευρωομολόγου και το τελεσίγραφο Ιταλών και  Ισπανών ότι εάν δεν βρεθεί λύση εκείνοι θα προχωρήσουν μόνοι τους.

Το ζήτημα δεν αφορά μόνο μια συνηθισμένη «ενδοοικογενειακή» σύγκρουση μεταξύ Ευρωπαίων εταίρων, αφού πλέον δεν διακυβεύεται μόνο η συνοχή της ευρωζώνης αλλά και το μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου. ΗΠΑ και Κίνα προωθούν δραστικά μέτρα, επομένως εάν η Ευρώπη δεν ακολουθήσει θα βρεθεί… αιώνες πίσω από τους δύο άλλους πόλους, με τεράστια ανεργία, κατάρρευση της οικονομίας και του παραγωγικού ιστού και μεγάλη υστέρηση στο διεθνή ανταγωνισμό.

Οι συνέπειες  θα είναι διαβρωτικές, ενώ θα αρχίσουν πάλι τα ερωτήματα για τη συνοχή της ευρωζώνης.

Τα σενάρια είναι τρία:

Το πρώτο και πιθανότερο είναι ότι θα βρεθεί μια φόρμουλα συμβιβασμού η οποία θα πληροί δύο προϋποθέσεις. Αφενός θα εξασφαλίζει χρήματα για την αντιμετώπιση της κρίσης υπό μια μορφή που θα «μοιάζει» με ευρωομόλογο, αλλά από την άλλη θα περιλαμβάνει και ορισμένες δεσμεύσεις για τις χώρες που θα χρησιμοποιήσουν τα χρήματα, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν και οι Γερμανοί. Με λίγα λόγια, οι χώρες θα δανειστούν από κοινού με κάτι που θα «βαφτιστεί» ευρωομόλογο, αλλά θα δεθούν με όρους και προϋποθέσεις.

Έτσι, θα αποφευχθεί η προσφυγή στον ESM και την προληπτική γραμμή πίστωσης η οποία είναι «τοξική» για τις χώρες που την αξιοποιούν αφού αποτελεί «σήμα» ότι δεν μπορούν να δανειστούν μόνες τους, ενώ εκχωρεί και τον έλεγχο στο δανειστή.

Ακόμα και εάν υλοποιηθεί αυτό το σενάριο, που αποτελεί τη σχετικά καλύτερη σχετικά εκδοχή, είναι βέβαιο ότι η νέα ευρωκρίση δεν θα αποφευχθεί.

Ήδη η Γερμανία βρίσκεται στο στόχαστρο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες για την εγωιστική αλλά και στενόμυαλη στάση της, η οποία σηματοδοτήθηκε από την πρώτη στιγμή όταν έβαλε φρένο στις εξαγωγές ιατρικού υλικού, το οποίο αργότερα απέσυρε.

Είναι βέβαιο ότι η στάση αυτή θα ενισχύσει τις δυνάμεις που αμφισβητούν το ευρώ και την «γερμανική Ευρώπη» σε αρκετές χώρες, αλλά ιδίως στην Ιταλία, η οποία εμφανίζει τα τελευταία χρόνια τα μικρότερα ποσοστά αποδοχής του ευρώ από την κοινή γνώμη.

Δεν αποκλείεται το «ποτήρι να έχει ήδη ραγίσει» και η Ιταλία να βρίσκεται ήδη με το ένα πόδι έξω από το ευρώ.

Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο σενάριο, στο οποίο Ιταλία και Ισπανία, χωρίς στήριξη από την Ε.Ε. και τις άλλες χώρες προχωρούν μόνες τους σε λύσεις για τη χρηματοδότηση των δαπανών για τον κορωνοϊό.

Στην περίπτωση αυτή το πιθανότερο είναι ότι θα προστρέξει και η Γαλλία και θα έχουμε στην πραγματικότητα κατάλυση του βασικού πλαισίου στο οποίο στηρίζεται η ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, αφού και οι τρεις χώρες θα αναγκαστούν να προχωρήσουν μονομερώς σε μεγάλο δανεισμό, αύξηση των κρατικών δαπανών και των ελλειμμάτων για να στηρίξουν τις κοινωνίες  και τις οικονομίες τους.

Είναι βέβαιο ότι σε μια τέτοια περίπτωση το ευρώ θα υποστεί πλήγμα, τόσο σε επίπεδο ισοτιμίας (πολλοί αναλυτές αναρωτιούνται γιατί δεν έχει ήδη πέσει στο 1 προς 1 με το δολάριο) όσο και με αμφισβήτηση της ίδιας της συνοχής του.

Στην πραγματικότητα, εάν συμβεί κάτι τέτοιο θα έχει αμφισβητηθεί το θεμέλιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ήτοι η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία έχει ήδη μετονομαστεί σε Σύμφωνο Σταθερότητας. Ήδη οι χώρες μέλη έχουν κάνει χρήση της ρήτρας ευελιξίας του Συμφώνου, αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό από το να αποσχιστούν από τις δεσμεύσεις του κάποιες  χώρες μονομερώς.

Στην περίπτωση αυτή είναι σαφές ότι και στο εσωτερικών των χωρών οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες  θα επιταχυνθούν.

Το τρίτο σενάριο, είναι εκείνο στο οποίο οι χώρες μέλη υποτάσσονται και  προσφεύγουν στον ESM, αντλώντας χρηματοδότηση μέσω της Προληπτικής Γραμμής  Στήριξης, η οποία προϋποθέτει και τη σύναψη ενός μνημονίου δεσμεύσεων και υποχρεώσεων αλλά και ρήτρα αιρεσιμότητας -που σημαίνει ότι εάν δεν τηρούνται οι δεσμεύσεις τα χρήματα δεν εκταμιεύονται.

Στην περίπτωση αυτή είναι βέβαιο ότι οι χώρες που θα επιλέξουν τη λύση αυτή αργά ή γρήγορα (και μάλλον γρήγορα) θα βρεθούν εν μέσω πολιτικής κρίσης και συνολικής αμφισβήτησης του ευρώ, όπως συνέβη στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης σε όλες τις χώρες που εντάχθηκαν σε προγράμματα δανεισμού.