Πρόκειται για μία σημαντική δικαστική εξέλιξη, που αφορά τα επιδόματα για πολλές οικογένειες από τη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη.

Ας δώσουμε ένα υποθετικό παράδειγμα, με απλά λόγια: Ο Βούλγαρος υπήκοος Α εγκαθίσταται μόνιμα στην Αυστρία για να εργαστεί, αλλά η σύζυγός του και τα τρία ανήλικα παιδιά τους διατηρούν τη μόνιμη κατοικία τους στη Βουλγαρία.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οι αυστριακές αρχές χορηγούν στον Α επίδομα τέκνων, το οποίο όμως είναι αισθητά χαμηλότερο από το αντίστοιχο επίδομα που δικαιούται ένας Αυστριακός πολίτης. Και αυτό με την αιτιολογία ότι το κόστος ζωής στη Βουλγαρία είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο στην Αυστρία, κατά συνέπεια οι ίδιες ανάγκες καλύπτονται με λιγότερα χρήματα. Μηχανισμό αναπροσαρμογής (Indexierung) ονομάζουν οι Αυστριακοί τη διαδικασία αυτή, η οποία καθιερώνει το πραγματικό κόστος ζωής ως κριτήριο για τον υπολογισμό επιδομάτων ή φοροαπαλλαγών.

Συγκεκριμένα παραδείγματα αναφέρει η εφημερίδα Der Standard της Βιέννης: Το βασικό επίδομα για ένα παιδί κάτω των τριών ετών στην Αυστρία φτάνει τα 114 ευρώ, αλλά μειώνεται στα 81,05 ευρώ για ένα παιδί που διαμένει μόνιμα στη γειτονική Σλοβενία και στα 65,55 ευρώ για την Ουγγαρία, ενώ για τη Βουλγαρία δεν ξεπερνά τα 52,90 ευρώ.

Δεν αποκλείονται όμως και αναπροσαρμογές προς τα πάνω, για παράδειγμα το επίδομα για ένα παιδί που ζει στην Ελβετία αυξάνεται στα 158,69 ευρώ, ενώ για την Ολλανδία ανεβαίνει στα 117,53 ευρώ.

Τον «μηχανισμό αναπροσαρμογής» είχε θεσπίσει το 2019 ο κυβερνητικός συνασπισμός του Λαϊκού Κόμματος (ÖVP) με το ακροδεξιό Κόμμα των Ελευθέρων (FPÖ) υπό τον καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς, με δηλωμένο στόχο να εξοικονομήσει 114 εκ. ευρώ ετησίως. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προσφύγει κατά της Αυστρίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο «επί παραβάσει της Συνθήκης».

Η Κομισιόν είχε επισημάνει ότι τα επιδόματα είναι κατ’ αποκοπήν και δεν αναπροσαρμόζονται σε συνάρτηση με το επίπεδο τιμών ούτε καν στην ίδια την Αυστρία, για παράδειγμα ο κάτοικος της Βιέννης δεν λαμβάνει υψηλότερο επίδομα από τον κάτοικο μίας επαρχίας, όπου το κόστος ζωής είναι χαμηλότερο.

Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στην DW