To δημοσιογραφικό κλισέ σε συζητήσεις που αφορούν την ψήφιση του προϋπολογισμού στη Γερμανία συνήθως περιλαμβάνει πάντα ένα «bras de fer» μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Δεν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αποφευχθεί στην Ολομέλεια της γερμανικής Βουλής, πόσο μάλλον όταν ο προϋπολογισμός για το 2024 θα έπρεπε να είχε καταρτιστεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2023.

Τότε όμως η γερμανική κυβέρνηση, ασθμαίνουσα και υπό πίεση, έσπευσε να κλείσει «τρύπες» από κρυφά ταμεία και να καταρτίσει την τελευταία στιγμή έναν πρόσθετο προϋπολογισμό για το 2023. Σε κάθε περίπτωση την περασμένη Παρασκευή έλαβε χώρα η τελική ψήφιση του δύσκολου προϋπολογισμού για το 2024 από την Μπούντεσταγκ και έπειτα από την Μπούντεσρατ, με περιστολή δαπανών ειδικά στο πεδίο των συντάξεων και των κοινωνικών επιδομάτων.

Όπως είθισται στην κοινοβουλευτική πρακτική η γενική συζήτηση για τον προϋπολογισμό ξεκίνησε με εισήγηση του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος επέλεξε να υπογραμμίσει τη σχέση με τη Γαλλία και τον Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος πριν από μία εβδομάδα εκφώνησε μια ιστορική ομιλία από το βήμα της Μπούντεσταγκ. Για τον αργηγό των Χριστιανοδημοκρατών επιτακτική και στρατηγικής σημασίας είναι η αναθεωρημένη γαλλογερμανική συνεργασία εντός της ΕΕ, με κοινή οικονομική και βιομηχανική πολιτική αλλά και κοινές πρωτοβουλίες στο πεδίο της άμυνας.

«Η Γερμανία πρέπει να υπερβεί τις αναπτυξιακές αδυναμίες της» ανέφερε ο Φρίντριχ Μερτς ως γενικό σχόλιο για την οικονομική εικόνα της χώρας, με τα φορολογικά εμπόδια, τον πληθωρισμό και την έλλειψη εργατικού δυναμικού να μπλοκάρουν την αναπτυξιακή δυναμική της. Θα πρέπει, όπως τόνισε, να γίνει διάκριση μεταξύ των εισφορών που πληρώνουν οι εργαζόμενοι μέσω κρατήσεων από το εισόδημά τους για έκτακτες καταστάσεις όπως η ανεργία και των κοινωνικών επιδομάτων που παρέχει το γερμανικό κράτος απευθείας από τον προϋπολογισμό. Σύμφωνα με τον Φρ. Μερτς η κοινωνική πολιτική της Γερμανίας χρήζει αναθεώρησης. «Κάποτε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήταν το κόμμα των εργαζομένων», σχολίασε σκωπτικά, για να σημειώνει στη συνέχεια ότι πλέον είναι εγκλωβισμένο στις συνέπειες της επιδοματικής πολιτικής.

Διαβάστε τη συνέχεια στην DW