Πριν από λίγο καιρό οι προβλέψεις για τις γερμανικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου ήταν ότι οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) θα έδιναν μια δύσκολη μάχη με τους Φιλελεύθερους (FDP) και την Ακροδεξιά (AfD) για την τρίτη θέση, καθώς την πρώτη θέση διεκδικούσαν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU), ίσως και οι Πράσινοι.

Σήμερα, μόλις μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές, οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν το προβάδισμα στις περισσότερες δημοσκοπήσεις, ενώ ο υποψήφιος καγκελάριός τους, ο Ολαφ Σολτς, έρχεται πρώτος στις προτιμήσεις, με ποσοστά μεγαλύτερα από εκείνα του κόμματός του.

Ολη η Ευρώπη πλέον στρέφει τα μάτια στα προγνωστικά για τη σύνθεση της νέας Ομοσπονδιακής Βουλής και τους πιθανούς κυβερνητικούς συνασπισμούς που μπορεί να βγάλει όχι μόνο επειδή η κατάσταση ανετράπη μέσα σε λίγες εβδομάδες, αλλά κυρίως επειδή το αποτέλεσμα θα επηρεάσει τη στάση της Γερμανίας στα μεγάλα ευρωπαϊκά θέματα που θα ανοίξουν το επόμενο διάστημα.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα κληθούν να αποφασίσουν ποια θα είναι η τύχη του Συμφώνου Σταθερότητας, που στην ουσία απαγορεύει τα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς και έχει τεθεί σε αναστολή λόγω πανδημίας μέχρι το τέλος του 2022. Ολοι συμφωνούν ότι χρειάζονται αλλαγές, αλλά σε ποια κατεύθυνση;

Επίσης, επί τάπητος στην Ε.Ε. έχουν ήδη τεθεί ζητήματα όπως η ρύθμιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των χρεών που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας ή, ακόμα, η ενίσχυση και μονιμοποίηση θεσμών όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, που παραπέμπουν στο ευρωομόλογο και έναν κοινό προϋπολογισμό.

Και μέσα σε όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ζει το δικό της «δράμα»: Πότε πρέπει να σταματήσει να «τυπώνει» χρήμα και πότε πρέπει να ανεβάσει τα επιτόκια; Η ΕΚΤ είναι βέβαια θεσμικά ανεξάρτητη από τις πολιτικές ηγεσίες, αλλά στην πραγματικότητα οι κινήσεις της δεν διεξάγονται σε «πολιτικό κενό», το αντίθετο.

Ποια στάση θα κρατήσει, λοιπόν, η Γερμανία στα ζητήματα αυτά; Και πόσο σθεναρή θα είναι η νέα γερμανική ηγεσία; Θα αναλάβει τα ηνία ή θα αφήσει χώρο στον υπό διαμόρφωση ιταλο-γαλλικό άξονα, που με αιχμή του δόρατος το δίδυμο Μάριο Ντράγκι και Εμανουέλ Μακρόν φέρεται να φιλοδοξεί να καλύψει το όποιο κενό δημιουργηθεί μετά την αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ από το ευρωπαϊκό προσκήνιο;

Με τα δεδομένα αυτά, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «ξεσκονίζουν» τα προγράμματα των γερμανικών κομμάτων για τις θέσεις τους πάνω στα ζητήματα αυτά.

Ο σχηματισμός κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία βασίζεται πάνω σε αυστηρές προγραμματικές συμφωνίες που ψηφίζονται στη Βουλή και τηρούνται σχεδόν κατά γράμμα.

Επομένως, τα κομματικά προγράμματα είναι σε μεγάλο βαθμό δεσμευτικά – σε αντίθεση με την εμπειρία που έχουμε στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες.

Οι Σοσιαλδημοκράτες, για παράδειγμα, είναι ανοιχτοί σε αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας έτσι ώστε να ενισχυθεί η διάσταση της διατηρήσιμης ανάπτυξης -με έμφαση στο περιβάλλον και την κοινωνική συνοχή- ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζουν και την εξέλιξη της Ευρωζώνης σε κανονική δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική ένωση.

Συμπίπτουν δε σε αρκετά σημεία με το πρόγραμμα των Πρασίνων, οι οποίοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του ευρώ ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, έτσι ώστε να αυξηθεί η διεθνής επιρροή της Ε.Ε. για να μπορεί να προωθήσει διεθνώς τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.

Οι Πράσινοι είναι υπέρ της αναμόρφωσης του Συμφώνου Σταθερότητας με μηχανισμούς που θα αποτρέπουν την υπερβολική λιτότητα και θα αφήνουν χώρο για επενδύσεις, ενώ υποστηρίζουν τη μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.

Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο υποστηρίζουν και οι Φιλελεύθεροι, οι οποίοι όμως είναι αντίθετοι σε οποιαδήποτε χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι χρειάζονται αυστηρότεροι κανόνες, καθώς και επιστροφή στην εφαρμογή τους το ταχύτερο δυνατόν.

Στο σημείο αυτό συμφωνούν με τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές, οι οποίοι είναι ανοιχτοί σε αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας μόνο εάν πρόκειται αυτό να οδηγήσει σε αυστηρότερη εφαρμογή των κανόνων και όχι σε χαλάρωσή τους. Είναι επίσης κάθετα αντίθετοι σε θεσμούς τύπου ευρωομολόγου και θεωρούν ότι το Ταμείο Ανάκαμψης δεν πρέπει να γίνει μόνιμος θεσμός.

Παρότι το παιχνίδι σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού είναι αρκετά σύνθετο και ουδείς συνδυασμός μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί, πολιτικοί παρατηρητές θεωρούν πιθανό το κόμμα της Ανγκελα Μέρκελ, καγκελαρίου επί 16 χρόνια, να βρεθεί εκτός εξουσίας.

Ο συνδυασμός που μπορεί να φέρει τον κ. Σολτς στην καγκελαρία είναι ένας συνασπισμός ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους – συνασπισμός «φανάρια κυκλοφορίας» όπως ονομάζεται από τα χρώματα των αντίστοιχων κομμάτων (κόκκινο για το SPD, πράσινο για τους Πράσινους και κίτρινο για τους Φιλελεύθερους).

Είναι προφανές ότι ο συνδυασμός αυτός είναι πιο συμβατός, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τις επιδιώξεις των νοτίων χωρών εν όψει των διαπραγματεύσεων για τα μεγάλα ζητήματα της Ε.Ε.

Μέχρι την ημέρα των εκλογών τίποτα δεν είναι σίγουρο, αλλά δεν αποκλείεται οι Φιλελεύθεροι να βρεθούν σε ρυθμιστικό ρόλο για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Οι ίδιοι, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, προτιμούν μια κυβέρνηση «Τζαμάικα», όνομα που προκύπτει από τα χρώματα των κομμάτων που θα συμμετάσχουν σε μια τέτοια περίπτωση, τα οποία είναι εκείνα της σημαίας της μικρής χώρας της Καραϊβικής: μπλε για τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές και κίτρινο για Πράσινους και Φιλελεύθερους.

Διαβάστε ακόμη 

ΟΑΕΔ-εποχικό επίδομα: Ποιοι δικαιούνται έως €1.016 – Πού γίνονται οι αιτήσεις

«Μηδέν φόρος» για να περάσουν λεφτά και περιουσίες στους νέους – Τι συμβαίνει με τις μεταβιβάσεις μετρητών

Ακίνητα: Γιατί η Ηλεκτρονική Ταυτότητα Κτιρίου βάζει «φρένο» στις μεταβιβάσεις