Η Ιταλία έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στη χρήση πλαστικού χρήματος, με το 86% των συναλλαγών να γίνονται με μετρητά, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας. Ωστόσο, η ιταλική κυβέρνηση φαίνεται ότι σχεδιάζει για το 2020 να παρέχει προνόμια σε όσους χρησιμοποιούν κάρτα ή άλλου είδους ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Η κυβέρνηση πρόκειται να δώσει 3 δισ. ευρώ για αυτά τα προνόμια στον προϋπολογισμό του 2020, με ελπίδα ότι θα αυξηθούν τέτοιου είδους συναλλαγές και θα καταπολεμηθεί η παραοικονομία και οι φορολογικές απάτες. Οι λεπτομέρειες για το συγκεκριμένα σχέδιο θα έρθουν στο φως από το νέο έτος.

Πολλοί Ιταλοί κρατούν καχύποπτη στάση για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, καθώς φοβούνται ότι δεν θα κάνουν καλή διαχείριση των χρημάτων τους αφού δεν θα τα έχουν ως ρευστό στα χέρια τους.

Ο υπουργός Οικονομίας της χώρας, αναφέρθηκε σε μια «μεταβολή της κουλτούρας των πολιτών, η οποία θα είναι πιο κοντά στις συνήθειες άλλων ευρωπαϊκών χωρών». Σημειώνεται ότι οι Ιταλοί το 2017 χρησιμοποίησαν εναλλακτικές μορφές πληρωμών με μέσο όρο 100 φορές (πληρωμές) ανά άτομο.

«Είναι λιγότερο πιθανό οι ηλικιωμένοι να αλλάξουν τις συνήθειες τους» δήλωσε ο Giorgio Di Giorgio, καθηγητής οικονομικών. « Το κακό είναι ότι η μαύρη οικονομία της Ιταλίας είναι μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, ίσως η Ελλάδα να είναι μεγαλύτερη» πρόσθεσε.

O ίδιος υποστήριξε ότι είναι θέμα ηλικίας και ότι σιγά σιγά οι Ιταλοί θα συνηθίσουν τις αλλαγές.

Η Ιταλία το 2015 έχασε έσοδα 35 δισ. ευρώ από τις φορολογικές απάτες, σύμφωνα με την Κομισιόν. Η στατιστική αρχή της χώρας υπολογίζει ότι η μαύρη αγορά και οι εγκληματικές κινήσεις κοστίζουν στη χώρα 211 δισ. ευρώ για το 2017, ή 12% του ΑΕΠ της.

Δεν είναι η πρώτη φορά πάντως που η Ιταλία προσπαθεί με τέτοιους τρόπους να περιορίσει τα διαφεύγοντα έσοδα της.Το 2011 η κυβέρνηση Μόντι κατέβασε το ανώτατο όριο συναλλαγών με ρευστό στα 1.000 ευρώ αλλά η κυβέρνηση Ρετζι ανέβασε το όριο στα 3.000 ευρώ το 2016, έπειτα από αντιδράσεις.

Επιπλέον, οι Ιταλοί πολίτες φαίνεται να μην είναι έτοιμοι για μια τέτοια αλλαγή καθώς έχουν μια «ιδιόρρυθμη» σχέση με τα χρήματα τους.