Είναι γνωστόν πλέον και πέραν της επιστημονικής κοινότητας ότι ο κορωνοϊός με τις πολλές μεταλλάξεις του εξαπλώνεται κυρίως μέσω του αέρα που εισπνέουμε και έτσι φθάνει στον λαιμό και τους πνεύμονες. Άρα είναι λογικό να ξεκινήσει η καταπολέμηση των παθογόνων μικροοργανισμών ακριβώς σε εκείνο το σημείο, στους βλεννογόνους, για να αποφύγει κανείς, όσο βέβαια αυτό γίνεται καλύτερα, τη μόλυνση με τον ιό. Μια απλή σκέψη που οδήγησε τους ερευνητές να ξεκινήσουν από το πρώτο στάδιο της πανδημίας και να προετοιμάζουν εμβόλια βλεννογόνων. Η διαφορά έγκειται ότι αυτά τα εμβόλια δεν είναι ενέσιμα, αλλά χορηγούνται απευθείας στη μύτη ή εισπνέονται.  “Στο ενέσιμο εμβόλιο η ανοσία κατανέμεται στο αίμα ή σε όλο το σώμα. Που σημαίνει ότι οι ιοί του κορωνοϊού που διεισδύουν μέσω της επιφάνειας των βλεννογόνων της μύτης και του λαιμού γίνονται αντιληπτοί από το ανοσοποιητικό σύστημα σχετικά αργά για να καταπολεμηθούν” λέει ο Εμμάνουελ Βίλερ, από το κέντρο Μοριακής Βιολογίας Μαξ Ντέλμπρικ του Βερολίνου. “Και τότε είναι πολύ αργά για να αποτρέψουμε τη μόλυνση ή τη μετάδοση του ιού”.

 Ανοσία στους βλεννογόνους

Τα εμβόλια του βλεννογόνου αντίθετα δημιουργούν ανοσία απευθείας στο σημείο εισόδου του Sars-CoV-2 και στη συνέχεια τον καταπολεμούν άμεσα. Αρχές Σεπτεμβρίου οι Ινδίες και η Κίνα ενέκριναν δύο παρασκευάσματα. Δεκάδες άλλα υποψήφια προς έγκριση βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης, μερικά ήδη στο στάδιο των κλινικών δοκιμών. Το εμβόλιο της φαρμακευτικής εταιρίας CanSinoBIO εισπνέεται και χορηγείται ως αναμνηστική δόση. Το ινδικό εμβόλιο από την Bharat Biotech δίνεται για πρωτογενή ανοσοποίηση και είναι επίσης εισπνεύσιμο Και τα δύο βασίζονται σε εξασθενημένους αδενοϊούς, μια ομάδα ιών που μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές ασθένειες, και χορηγούνται από τη μύτη. Αξίζει η επισήμανση ότι οι εξασθενημένοι ιοί δεν μπορούν να πολλαπλασιαστούν ή έστω μόνο ελάχιστα και επομένως δεν μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες. Αλλά μεταφέρουν γενετικό υλικό από τον Sars-Cov-2 στα κύτταρα της βλεννογόνου μεμβράνης με αποτέλεσμα το σώμα να σχηματίζει αντισώματα κι άλλες ανοσοποιητικές ουσίες κατά του κορωνοϊού. Η ελπίδα είναι ότι η ανοσία που δημιουργείται στους βλεννογόνους μπορεί να δημιουργήσει μακρά ανοσία και να φρενάρει τη μετάδοση του παθογόνου ιού. “Πόσο καλά αυτό λειτουργεί, δεν το γνωρίζουμε προς το παρόν, γιατί έχουν δημοσιευτεί μόνο λίγα δεδομένα από τις βασικές μελέτες” λέει ο Λάιφ Σάντερ, ανοσολόγος και ερευνητής εμβολίων στην Πανεπιστημιακή Κλινική Charité του Βερολίνου.

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει μεγάλη εμπειρία στη μέτρηση της ανοσίας στους βλενογόννους. Για παράδειγμα, πόσο υψηλό πρέπει να είναι το επίπεδο των αντισωμάτων στη βλεννογόνο, για να μπορούμε να κάνουμε λόγο για ανοσία σε αυτό το σημείο; “Υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα, αλλά βασικά χρειάζονται τέτοια εμβόλια” λέει ο Σάντερ. “Είναι λυπηρό ότι η έρευνα δεν διεξάγεται με την ίδια ένταση στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ”. Ωστόσο μελέτες γίνονται για τέτοια εμβόλια και εκτός Ασίας. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα η φαρμακευτική εταιρεία Codagenix έχει κάνει αρκετή πρόοδο σε αυτόν τον τομέα. Σύμφωνα με δικά της στοιχεία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο κλινικής δοκιμής τέτοιων εμβολίων σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ορών των Ινδιών στο πλαίσιο ενός πρότζεκτ του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Στη Γερμανία ο Βίλερ εργάζεται με μια ομάδα επιστημόνων από το Charité, υπό την εποπτεία του Πανεπιστημίου FU του Βερολίνο, σε ένα εμβόλιο ρινικού εκνεφώματος, δηλαδή σπρέι, όπως και το εμβόλιο της Codagenix, που βασίζεται σε εξασθενημένους αδενοϊούς κορωνοϊού. Το πλεονέκτημα εδώ είναι ότι το ανοσοποιητικό σύστημα έρχεται σε “αντιπαράθεση” με έναν πλήρη ιό και όχι μόνο με μεμονωμένες πρωτεΐνες, όπως τα περισσότερα διαθέσιμα εμβόλια κατά του κορωνοϊού.  Η πρόθεση, και η ελπίδα, είναι η παροχή καλύτερης προστασίας έναντι πρωτοεμφανιζόμενων παραλλαγών. Ο Βίλερ θεωρεί εξαιρετικά απίθανο ο ίδιος ο ιός του εμβολίου να ανακτήσει την ικανότητα να πολλαπλασιάζεται μαζικά και να προκαλεί ασθένειες. “Γι αυτόν τον λόγο μεταβάλλαμε 200 από τα 30.000 δομικά στοιχεία του ιού για να τον αποδυναμώσουμε, κι αυτό είναι ένα μεγάλο εμπόδιο”.

Διαβάστε περισσότερα: DW