Τρία χρόνια από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ευρώπη έχει επωμιστεί τεράστιο οικονομικό βάρος: περισσότερα από 122 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν ήδη δαπανηθεί για άμεση στήριξη, ενώ επιπλέον δισεκατομμύρια έχουν διατεθεί για στρατιωτικό εξοπλισμό και την ενίσχυση των εθνικών αμυντικών βιομηχανιών.

Παρότι η οικονομική συμμετοχή είναι αυξανόμενη, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει μέχρι σήμερα αγγίξει τα δεσμευμένα ρωσικά κεφάλαια που βρίσκονται εντός της επικράτειάς της από το 2022, όταν ξέσπασε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπως σημειώνει σχετική ανάλυση του CNN.

Πρόσφατα, στη Γαλλία, το κοινοβούλιο ενέκρινε μη δεσμευτική απόφαση, καλώντας την κυβέρνηση να αξιοποιήσει τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και τη συνέχιση της στρατιωτικής της ενίσχυσης. Αντίστοιχες κινήσεις έχουν γίνει και σε Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά.

Η ΕΕ, ωστόσο, περιορίζεται μέχρι στιγμής στη χρήση των τόκων από τα δεσμευμένα ρωσικά κεφάλαια, με στόχο τη χρηματοδότηση δανείων προς την Ουκρανία. Παρά τις πολιτικές πιέσεις, η απευθείας κατάσχεση των κεφαλαίων παραμένει ζήτημα που αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός χαρακτήρισε την υπόθεση «πολύπλοκη», δίνοντας τον τόνο των ευρωπαϊκών ενδοιασμών.

Ο φόβος για το προηγούμενο και η ανησυχία των επενδυτών

Ο βασικός λόγος του δισταγμού, όπως αναλύεται, είναι η ανησυχία για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην οικονομική σταθερότητα και τις ξένες επενδύσεις στην Ευρώπη. Η εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης προειδοποίησε ότι η κατάσχεση κρατικών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να δημιουργήσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο.

Οι επενδυτές, όπως η Κίνα, ενδέχεται να περιορίσουν την οικονομική τους παρουσία στην Ευρώπη, φοβούμενοι αντίστοιχες κυρώσεις στο μέλλον –ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης με την Ταϊβάν.

Η Μόσχα ήδη εδώ και χρόνια αποσύρει σταδιακά κεφάλαια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μία προσπάθεια προστασίας απέναντι σε πιθανές κατασχέσεις, κάτι που σχετίζεται τόσο με την Ουκρανία όσο και με παλαιότερες εντάσεις, όπως στη Γεωργία.

Ιστορικά παραδείγματα και ευρωπαϊκοί δισταγμοί

Τα ιστορικά προηγούμενα ενισχύουν τις επιφυλάξεις. Οι ΗΠΑ είχαν κατάσχει γερμανικά περιουσιακά στοιχεία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και περιουσίες από Αφγανιστάν και Ιράκ. Ωστόσο, σήμερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις μιας παρόμοιας ενέργειας στο ευρώ και στον ρόλο του ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος.

Παρ’ όλα αυτά, η συνεχιζόμενη στήριξη της Ουκρανίας αποδεικνύεται ολοένα πιο δαπανηρή και τα έσοδα από τόκους αδυνατούν να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες.

Πέρα από τις οικονομικές συνέπειες, υφίστανται και σοβαρά νομικά ζητήματα. Η διεθνής νομοθεσία προβλέπει την ασυλία των κρατικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, γεγονός που καθιστά οποιαδήποτε ενέργεια κατάσχεσης ιδιαιτέρως ευαίσθητη.

Καθηγητές Νομικής επισημαίνουν ότι η βασική αιτιολόγηση για ενδεχόμενη κατάσχεση θα μπορούσε να είναι η υποχρέωση της Ρωσίας να καταβάλει αποζημιώσεις στην Ουκρανία, σε αναλογία με τη Γερμανία μετά τους παγκόσμιους πολέμους. Ωστόσο, για μια τέτοια απόφαση απαιτείται ευρεία διεθνής συναίνεση.

Ο ρόλος του Βελγίου και τα εμπόδια στην ΕΕ

Η πλειοψηφία των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων βρίσκεται σε βελγικές τράπεζες, με τις αρχές της χώρας να εμφανίζονται επιφυλακτικές στο ενδεχόμενο κατάσχεσής τους. Για να προχωρήσει οποιαδήποτε τέτοια απόφαση απαιτείται πολιτική στήριξη από μεγαλύτερες δυνάμεις, όπως η Γερμανία.

Επιπλέον, στο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τέτοιες αποφάσεις χρειάζονται ομοφωνία μεταξύ των κρατών-μελών –κάτι που, στην παρούσα φάση, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.

Διαβάστε ακόμη 

Μητσοτάκης: 25 δισ. το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα – Οι επενδύσεις στην άμυνα είναι επενδύσεις στην κυριαρχία της χώρας

Ρεύμα: Ρελάνς της ΔΕΗ στη λιανική – Γιατί κατεβάζει την τιμή της κιλοβατώρας και οξύνει τον ανταγωνισμό

Νέες αλλαγές στις ταμειακές μηχανές

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα