Έντονο προβληματισμό έχει προκαλέσει σε όλη την Ευρώπη η απόφαση του γερμανικού Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, με την οποία εμμέσως αμφισβητεί τη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, με το οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζας δημιουργεί χρήμα με το οποίο αγοράζει κρατικά ομόλογα από την ελεύθερη αγορά (το λεγόμενο «τύπωμα» χρήματος).

Είναι ενδεικτικό ότι στην απόφαση αυτή αντέδρασε ακόμη και ο πρόεδρος της γερμανικής βουλής Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος πέρασε στην ιστορία ως ο σκληρός των Eurogroup, στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ήταν υπουργός Οικονομικών της χώρας του.

Ο κ. Σόιμπλε δήλωσε σε γερμανικό μέσο ενημέρωσης («Redaktionsnetzwerk Deutschland») ότι η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου κατά του «τυπώματος χρήματος» βάζει σε κίνδυνο την ύπαρξη του ευρώ και ότι «ουδείς απολαμβάνει αυτήν την κατάσταση».

Η δήλωση αυτή έκανε το γύρο της Ευρώπης, αφού η αντίθεση του κ. Σόιμπλε σε κάθε παραχώρηση προς τις πιο αδύνατες χώρες της ευρωζώνης, κυρίως τις χώρες του Νότου, ήταν παροιμιώδης.

Η σημασία της απόφασης του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν είναι τόσο πρακτική, αφού η ΕΚΤ θα συνεχίσει τη δραστηριότητά της και το μέγιστο που μπορεί να συμβεί είναι να προχωρήσει σε μια νομική αιτιολόγηση.

Η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου έχει πολιτική και θεσμική σημασία.

Το «τύπωμα χρήματος» είναι ακριβώς αυτό που κατεβάζει τα επιτόκια και επιτρέπει σε χώρες με μεγάλο χρέος, όπως κατ΄ εξοχήν η Ιταλία, αλλά και η Ελλάδα να δανείζονται από την αγορά.

Τώρα, όμως, η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου δημιουργεί ένα πολιτικό αδιέξοδο για την γερμανική κυβέρνηση της Άνγκελας Μέρκελ, η οποία πιέζεται από τους Γάλλους και τις άλλες χώρες του Νότου να συναινέσει σε μέτρα ενίσχυσης των πιο αδύναμων χωρών. Ένα τέτοιο μέτρο είναι και η προωθούμενη δημιουργία ενός νέου εργαλείου, του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο θα διαθέσει πόρους για επενδύσεις στην ευρωζώνη που δεν θα καταγραφούν ως δάνειο στο χρέος κάθε χώρας, αλλά ως δαπάνες του συνολικού προϋπολογισμού της Ε.Ε.

Μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, κάθε παραχώρηση του Βερολίνου θα προκαλέσει κριτική για αντισυνταγματικές κινήσεις, κάτι που αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τη γερμανική κυβέρνηση στη σημερινή συγκυρία. Και τούτο διότι εάν δεν επιτευχθεί ένας συμβιβασμός μεταξύ Βορείων και Νοτίων, θα αναδυθεί ένα σχίσμα στην ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο που διανύει η Ε.Ε. λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Στο θεσμικό επίπεδο, είναι η πρώτη φορά που ένα εθνικό δικαστήριο λαμβάνει μια απόφαση η οποία παρεκκλίνει από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθώς το τελευταίο είχε κρίνει στο παρελθόν ότι η ποσοτική χαλάρωση ήταν συμβατή με τις συνθήκες της Ε.Ε. και το καταστατικό της ΕΚΤ. Η διαφοροποίηση του γερμανικού δικαστηρίου ανοίγει έναν δρόμο τον οποίον μπορεί να ακολουθήσουν και άλλες χώρες μέλη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το νομικό πλαίσιο πάνω στο οποίο βασίζεται η Ε.Ε.