Η Σύνοδος Κορυφής που πραγματοποιήθηκε σήμερα μέσω τηλεδιάσκεψης μπορεί να μην κατέληξε σε αποφάσεις, όπως αναμενόταν, αλλά έδειξε ότι υπάρχει προοπτική συμφωνίας, αφού ουδείς αμφισβήτησε συνολικά το σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ενδεικτική είναι η δήλωση της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ, η οποία είπε ότι η δομή δεν αμφισβητήθηκε, ενώ γενικότερα από τις δηλώσεις της των τελευταίων ημερών γίνεται σαφές ότι σκοπός της ισχυρότερης χώρας της Ε.Ε. είναι το πλήρες πακέτο να έχει κλείσει μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, με την ολοκλήρωση της γερμανικής προεδρίας που ξεκινά τον Ιούλιο.

Η εξέλιξη αυτή καταγράφεται στα θετικά, ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και άλλες που περιμένουν ως «μάννα εξ ουρανού» τα σημαντικά κονδύλια που θα εκταμιευθούν από το Ταμείο Συνοχής.

Από την άλλη πλευρά, όμως, από τη σύνοδο της Παρασκευής αναδεικνύονται και τρία σημεία τα οποία περιπλέκουν την κατάσταση και αποτελούν πηγή προβληματισμού για την ελληνική πλευρά.

Το πρώτο είναι ο χρόνος ολοκλήρωσης των αποφάσεων, αφού εάν η συμφωνία δεν κλείσει επί της αρχής στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής, η οποία θα γίνει εντός του Ιουλίου με φυσική παρουσία των ηγετών, η συζήτηση θα συνεχιστεί το Φθινόπωρο και είναι αμφίβολο εάν θα υπάρξει ο χρόνος για να ολοκληρωθεί το πακέτο εντός του 2020, οπότε μπορεί κάποιες δεσμεύσεις ποσών να γίνουν εντός του 2021. Αυτή είναι η επιδίωξη των Γαλλο-Γερμανών και των χωρών του Νότου, αλλά οι «αντιρρησίες» (Ολλαδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία) στο μέτωπο των οποίων συνεχώς περισσότερες χώρες, επιδώκουν να καθυστερήσουν τις αποφάσεις.

Επομένως, κάθε καθυστέρηση είναι σε βάρος των χωρών που περιμένουν τα μεγαλύτερα οφέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι ορισμένες χώρες δεν έχουν μεν αντίρρηση στο βασικό σχέδιο της Κομισιόν, αλλά αμφισβητούν τα κριτήρια με τα οποία έχει γίνει η αρχική κατανομή των κονδυλίων και υποστηρίζουν ότι αυτά πρέπει να αναθεωρηθούν, έτσι ώστε κάποιες χώρες να πάρουν περισσότερα.

Εάν κάτι τέτοιο γίνει, τότε είναι πολύ πιθανό ότι από τα αρχικά κονδύλια 32 δισ. ευρώ (22,5 δισ. ευρώ επιδοτήσεων και 10 δισ. ευρώ δανείων) που είχαν υπολογιστεί ότι αντιστοιχούν στην Ελλάδα το ποσό να πέσει χαμηλότερα, στα 24-25 δισ. ευρώ.

Το τρίτο σημείο είναι η αναλογία που θα υπάρξει μεταξύ επιδοτήσεων και δανείων, για την οποία κόπτονται οι «αντιρρησίες» που ζητούν περισσότερα δάνεια και μάλιστα με αυστηρούς όρους.

Εάν τελικά ο συμβιβασμός καταλήξει προς όφελος των δανείων και σε βάρος των επιδοτήσεων, υπάρχει ο φόβος ότι τα δάνεια αυτά θα είναι «τοξικά» από πολιτική σκοπιά, ιδιαίτερα εάν συνοδεύονται από αυστηρούς όρους, πράγμα που σημαίνει ότι οι χώρες μέλη θα είναι δύσκολο να τα πάρουν και ίσως περιοριστούν στις επιδοτήσεις.

Σε μια τέτοια περίπτωση, το συνολικό κονδύλι που θα είναι διαθέσιμο για επενδύσεις και τις άλλες δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι τελικά μικρότερο.