Οι βρετανικές αρχές ανακοίνωσαν σήμερα ότι κατέγραψαν άλλα 17.540 κρούσματα του νέου κορωνοϊού το τελευταίο 24ωρο, αριθμός αυξημένος συγκριτικά με τις 14.162 μολύνσεις που είχαν ανακοινωθεί χθες Τετάρτη.

Σήμερα, ανακοινώθηκαν επίσης 77 θάνατοι ανθρώπων που είχαν βρεθεί θετικοί στην Covid-19 κατά τις τέσσερις τελευταίες εβδομάδες.

Παράλληλα σύμφωνα με μελέτη που διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια του lockdown το 86% των ανθρώπων που είχαν διαγνωστεί θετικοί για την Covid-19 ήταν ασυμπτωματικοί, κάτι που σημαίνει πως η ισχύουσα πολιτική της διεξαγωγής εξετάσεων μόνο σε ανθρώπους με συμπτώματα ενδεχομένως έχει ως αποτέλεσμα να χάνονται πολλά κρούσματα.

Στην Αγγλία, οι πολίτες ενθαρρύνονται να υποβληθούν σε εξετάσεις για Covid-19 μονάχα εάν έχουν εκδηλώσει συμπτώματα, όπως επίμονο βήχα, πυρετό ή απώλεια γεύσης ή όσφρησης, ενώ οι επαφές των θετικών κρουσμάτων καλούνται να αυτοαπομονωθούν.

Όμως, οι επιδημιολόγοι στο University College London βρήκαν ότι με μια τέτοια προσέγγιση ίσως να χάνεται η συντριπτική πλειοψηφία των κρουσμάτων, περιπλέκοντας τις προσπάθειες του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον να αντιμετωπίσει το δεύτερο κύμα του ιού.

Οι επιστήμονες του UCL χρησιμοποίησαν την Έρευνα του Γραφείου Εθνικής Στατιστικής για τις μολύνσεις, η οποία παρακολουθεί τον επιπολασμό στην κοινότητα και όχι μόνο εκείνους που κάνουν τεστ, διότι έχουν συμπτώματα.

Η πιλοτική μελέτη πήρε δείγματα από 36.061 ανθρώπους που διαμένουν στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε εξετάσεις το διάστημα μεταξύ 26ης Απριλίου και 27ης Ιουνίου.

Εκ των 115 που είχαν θετικό αποτέλεσμα, μονάχα οι 16 είχαν αναφέρει συμπτώματα, ενώ 99 δεν είχαν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο σύμπτωμα την ημέρα που έκαναν το τεστ. Επιπλέον, 142 άνθρωποι που είχαν παρουσιάσει συμπτώματα την ημέρα της εξέτασης δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα για την Covid-19, υπερέχοντας κατά πολύ αριθμητικά εκείνων που είχαν θετικό αποτέλεσμα.

«Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι, που είχαν θετικό αποτέλεσμα, ήταν ασυμπτωματικοί την ημέρα που βγήκε θετικό το αποτέλεσμα του τεστ τους υποδηλώνει ότι χρειάζεται να αλλάξουν οι στρατηγικές εξέτασης στο μέλλον», λέει η Ιρέν Πέτερσεν του τμήματος Επιδημιολογίας και Ιατρικής Φροντίδας του UCL.

«Η εκτενέστερη διεξαγωγή εξετάσεων θα βοηθήσει στο να εντοπίσουμε τη «σιωπηρή» μετάδοση και ενδεχομένως να αποτρέψουμε μελλοντικά ξεσπάσματα».

Οι συγγραφείς σημειώνουν πως άλλες έρευνες έχουν δώσει διαφορετικά αποτελέσματα, όπως μία στην Κίνα με μόλις 5% των κρουσμάτων να είναι ασυμπτωματικά και μία στην Ισλανδία να αναφέρει πως 43 κρούσματα εκ των 100 να μην έχουν εκδηλώσει συμπτώματα. Πρόσθεσαν πως η δειγματοληψία σε κάθε έρευνα είναι πιθανόν παράγοντας για τα ευρήματά της.