search icon

Οικονομία

Από τι εξαρτάται η κυβερνητική πολιτική στην οικονομία

Τι επιδιώκει η κυβέρνηση με τα πρώτα νομοσχέδια που καταθέτει- Πώς θα την βοηθήσει η γενικότερη κατάσταση στην Ευρωζώνη

Η επιτυχία ενός πολιτικού σχεδίου, πάντοτε εξαρτάται από εγχώριους, αλλά και από διεθνείς παράγοντες. Το μυστικό εδώ είναι αυτοί που εκπονούν το σχέδιο, να λαμβάνουν υπόψη τους και τις δυο κατηγορίες παραγόντων, δηλαδή τόσο τα όσα ισχύουν στο εσωτερικό της χώρας, όσο και τα όσα ισχύουν στο διεθνή περίγυρο.

Αυτό φαίνεται ότι συμβαίνει με την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία έχει θέσει συγκεκριμένους στόχους κατά την πρώτη διετία της θητείας της, δηλαδή την περίοδο από την εκλογή της έως και το 2020.

1. Εσωτερικοί παράγοντες

Δυο είναι οι κεντρικές επιδιώξεις της κυβέρνησης για αυτό το διάστημα:

Πρώτον, η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.

Ήδη την Παρασκευή κατατίθεται στο Κοινοβούλιο το νομοσχέδιο για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και τη νέα ρύθμιση για τις 120 δόσεις.

Και τα δυο, έχουν διπλό σκοπό: Από τη μια μεριά, επιδιώκεται η βελτίωση της ρευστότητας στην αγορά και η συνακόλουθη τόνωση της κατανάλωσης. Βέβαια, μείωση του ΕΝΦΙΑ και μείωση του ΦΠΑ έχουν ένα δημοσιονομικό κόστος περί το 1,8 δισ. ευρώ, όπως είπε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων, προχθές.

Από την άλλη, αναμένεται η εισροή χρήματος στα κρατικά ταμεία, άρα η ευκολότερη επίτευξη του πλεονάσματος 3,5%, άρα η διευκόλυνση της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση για τη μείωσή του, την οποία ετοιμάζει για την επόμενη χρονιά. Γι αυτό, άλλωστε, διευρύνεται όσο είναι δυνατό ο αριθμός όσων θα μπορούν να αξιοποιήσουν την ευεργετική ρύθμιση των 120 δόσεων.

Αποτυπώνεται όλο αυτό σε κάποιους μετρήσιμους στόχους; Βεβαίως! Το ποσό των 5,5 δισ. ως ελάχιστη εισροή στα κρατικά ταμεία, εκτιμάται ότι θα απομακρύνει τους κινδύνους για αυτή, κυρίως όμως για την επόμενη χρονιά.

Παράλληλα με τις άμεσες, η κυβέρνηση προχωρεί και σε δομικές αλλαγές για τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου, ιδιαίτερα για το δύσκολο 2020, όπως είναι το «επιτελικό κράτος», όπου θεσπίζεται τόσο η «Εθνική Αρχή Διαφάνειας», όσο και ο αποκομματισμός του Δημοσίου με μεταβίβαση κρίσιμης μάζας αποφάσεων από την πολιτική στην υπηρεσιακή πλευρά. Εδώ εντάσσεται και η πρόθεση της κυβέρνησης να συμπεριλάβει στα έσοδα του προϋπολογισμού τις επιστροφές των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, ύψους περίπου 1,3 δισ. ευρώ.

Δεύτερη κεντρική επιδίωξη της κυβέρνησης, είναι η προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες είναι η πλέον απτή απόδειξη για την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο προωθούνται τα νομοσχέδια για μείωση γραφειοκρατίας και μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης ώστε να είναι φιλικότερη και προς τους επενδυτές, υλοποιείται όμως και ταχεία επίλυση προβλημάτων όπως έγινε με την περίπτωση της Creta Farms, παροχή κάθε απαραίτητου στοιχείου και δείκτη προς τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, προκειμένου αυτοί να καταλήξουν στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, κλπ.

Παράλληλα αυτή την περίοδο βρίσκονται στη φάση της ετοιμασίας οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για θεσμική και κεφαλαιακή θωράκιση των τραπεζών, αλλά και σύνδεση της μείωσης της φορολογίας (που θα ακολουθηθεί κι από άλλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας μέσω του ψηφιακού εκσυγχρονισμού του κράτους, η επίσπευση της απονομής δικαιοσύνης κλπ) με την εκστρατεία προσέλκυσης επενδυτών.

2. Εξωτερικοί παράγοντες

Η προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ανοίξει ένα νέο ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα μας, εξελίσσεται σε ένα ενδιαφέρον ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον:

Η πρώτη επισήμανση αφορά στην πρωτοφανή πτώση των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης, που κάνει ελκυστικούς τους ελληνικούς τίτλους και διευκολύνει την αναχρηματοδότηση του χρέους.

Στη συνέχεια αποτελεί στοίχημα για την ελληνική κυβέρνηση η συμμετοχή της χώρας στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που συζητά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακόμα και πριν τη λήξη της θητείας του Μάριο Ντράγκι. Υπενθυμίζεται ότι στο πρώτο πρόγραμμα η Ελλάδα δεν συμμετείχε, καθώς όχι μόνο βρισκόταν εντός μνημονίων, αλλά και διότι τα χρεόγραφα της χώρας βρίσκονταν στην κατηγορία των «σκουπιδιών».

Η Ελλάδα σήμερα «κυνηγά» την επενδυτική βαθμίδα, που όμως χρειάζεται περίπου ενάμιση χρόνο συνεχούς και συνεπούς εφαρμογής των αλλαγών, ώστε οι οίκοι να αναβαθμίζουν την πιστοληπτική μας ικανότητα μέχρι να φτάσουμε σε αυτήν.

Αυτό το τελευταίο είναι καθοριστικό για την πορεία του οικονομικού πλάνου Μητσοτάκη. Γι αυτό ο πρωθυπουργός επείγεται να «επικοινωνήσει» τα σχέδιά του στα κέντρα λήψης αποφάσεων της Ευρώπης: Μετά την πρώτη του επίσκεψη, που θα είναι στην Κύπρο όπως παραδοσιακά συμβαίνει με κάθε Έλληνα πρωθυπουργό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προγραμματίζει (21-22/8) να βρεθεί στο Παρίσι για να ενημερώσει τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και μια εβδομάδα αργότερα (29/8) να επισκεφθεί το Βερολίνο για να παρουσιάσει το σχέδιό του στην Άνγκελα Μέρκελ.

Στο μεταξύ, αναμένουμε στις 2 Αυγούστου τη δημοσιοποίηση της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Fitch και στις 23 του ίδιου μήνα από την Moody’s. Η Αθήνα αναμένει αναβαθμίσεις και μετάβαση ένα πεδίο κοντύτερα στην επενδυτική βαθμίδα. Την διάχυτη αισιοδοξία για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ενδυναμώνει και ο Πιέρ Μοσκοβισί, που στα σημερινά “Νέα” αναφέρει πως δεν υπάρχει πλέον η ανάγκη της ύπαρξης ενός επικεφαλής στην αποστολή της Κομισιόν που εποπτεύει τις εξελίξεις στην οικονομία της Ελλάδας. Στην οικονομία, όπως και στη ζωή, προχωρείς βήμα- βήμα…

Η διεθνής συγκυρία

Φαίνεται όμως ότι η διεθνής συγκυρία εξυπηρετεί τους σκοπούς της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτά τα πεδία: Βρισκόμαστε σε μια περίοδο νέας μείωσης των επιτοκίων (ακόμα και ο Τραμπ πιέζει την FED να μειώσει τα επιτόκια, αλλά παρά ταύτα το δολάριο εξακολουθεί να είναι ενισχυμένο έναντι άλλων νομισμάτων).

Στην Ευρώπη, οι συνεχείς ενέσεις τόνωσης της οικονομίας έχουν αποτύχει. Ο πληθωρισμός έχει πλησιάσει, αλλά δεν έχει φτάσει το ποσοστό- ορόσημο του 2%, εξ ου και οι συζητήσεις για νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Όσο ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός και όσο τα νομίσματα παραμένουν ισχυρά, η Δύση γενικότερα θα αναζητεί τρόπους τόνωσης της ζήτησης. Οι όποιες διευκολύνσεις αποφασίζονται στην Ευρώπη, θα αποτελούν πρόσθετη βοήθεια στις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να ανοίξει τον ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης.

Exit mobile version