search icon

Οικονομία

Πιερρακάκης: Στο 2,4% η ανάπτυξη το 2026 και μέση αύξηση 4,5% στις εξαγωγές την επόμενη τετραετία

Ο πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί  από 2,6% το 2025 σε 2,2% το 2026, συμβάλλοντας στη σταδιακή ομαλοποίηση του κόστους ζωής - Οι επενδύσεις καταγράφουν ιστορικά υψηλές επιδόσεις, με ισχυρή δυναμική και προοπτική να φτάσουν το 17,7% του ΑΕΠ το 2026 - Προϋπολογισμός 2026: Με νέες παροχές 1,76 δισ. ευρώ ψηφίζεται στη Βουλή

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

«Ο προϋπολογισμός που καταθέτουμε σήμερα δεν είναι προϋπολογισμός αποκατάστασης. Δεν είναι προϋπολογισμός άμυνας.
Δεν είναι προϋπολογισμός που γράφεται υπό τον φόβο της επόμενης κρίσης. Είναι ο προϋπολογισμός μιας χώρας που, μετά από δεκαπέντε χρόνια αρχικά δοκιμασιών και έπειτα ανάκαμψης, αποκτά ξανά το δικαίωμα -και την υποχρέωση – να σκέφτεται σε όρους εποχής» τόνισε ο Κυριάκος Πιερρακάκης μιλώντας στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του 2026.

Ο υπουργός Οικονομίας στην ομιλία του είπε επίσης ότι «αυτό που αποτυπώνεται σήμερα δεν είναι απλώς ένα οικονομικό σχέδιο.
Είναι το αποτέλεσμα μιας συλλογικής εμπειρίας: της εμπειρίας της χρεοκοπίας, της εμπειρίας της διόρθωσης, και τελικά της εμπειρίας της ωρίμανσης».

Αναλυτικά η ομιλία του:

Κάθε γενιά καλείται κάποια στιγμή να απαντήσει σε ένα απλό αλλά αμείλικτο ερώτημα:
αν θα ζήσει διαχειριζόμενη τις συνέπειες του παρελθόντος ή αν θα αναλάβει την ευθύνη να ορίσει το μέλλον.

Ο προϋπολογισμός που καταθέτουμε σήμερα ανήκει καθαρά στη δεύτερη κατηγορία.

Δεν είναι προϋπολογισμός αποκατάστασης. Δεν είναι προϋπολογισμός άμυνας. Δεν είναι προϋπολογισμός που γράφεται υπό τον φόβο της επόμενης κρίσης.

Είναι ο προϋπολογισμός μιας χώρας που, μετά από δεκαπέντε χρόνια αρχικά δοκιμασιών και έπειτα ανάκαμψης,
αποκτά ξανά το δικαίωμα —και την υποχρέωση— να σκέφτεται σε όρους εποχής. Αυτό που αποτυπώνεται σήμερα δεν είναι απλώς ένα οικονομικό σχέδιο. Είναι το αποτέλεσμα μιας συλλογικής εμπειρίας: της εμπειρίας της χρεοκοπίας, της εμπειρίας της διόρθωσης, και τελικά της εμπειρίας της ωρίμανσης.

Η Ελλάδα πέτυχε δημοσιονομική σταθερότητα. Πέτυχε ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους. Πέτυχε την αλλαγή του ενεργειακού της υποδείγματος, ενισχύοντας την ασφάλεια και την αυτονομία της. Πέτυχε τη συστηματική αμυντική της θωράκιση, ως αναγκαία προϋπόθεση εθνικής ασφάλειας και σταθερότητας. Άρχισε να αλλάζει το παραγωγικό της μοντέλο. Ενίσχυσε την κοινωνική της συνοχή.

Όχι όλα. Όχι τέλεια. Αλλά αρκετά ώστε να αλλάξει το ερώτημα. Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν η χώρα αντέχει. Είναι τι είδους ανάπτυξη θα γεννήσει. Και αυτό ακριβώς καλείται να απαντήσει ο προϋπολογισμός αυτός.

Κυρίες και κύριοι,

Η συζήτηση, όπως εξελίχθηκε τις τελευταίες ημέρες, είναι σε μεγάλο βαθμό μια συζήτηση συγκρίσεων ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Επιτρέψτε μου, να αφοσιωθώ στο μέλλον. Να προσεγγίσουμε το 2026 ως μια νέα αφετηρία, ως ένα καθαρό σημείο εκκίνησης. Να μιλήσουμε για το πώς μπορούμε, τα επόμενα χρόνια, να πετύχουμε ακόμη περισσότερα από όσα πετύχαμε στα έξι προηγούμενα
Σήμερα, το Grexit μοιάζει να ανήκει σε μια πολύ μακρινή εποχή. Όχι γιατί ξεχάσαμε. Αλλά γιατί αλλάξαμε. Από χώρα υπό επιτήρηση, γίναμε χώρα αναφοράς για τη δημοσιονομική σοβαρότητα, τη μεταρρυθμιστική συνέπεια και την ανθεκτικότητα της οικονομίας μας. Εκεί όπου κάποτε συζητούσαμε για ρήτρες εξαίρεσης και σενάρια αποχώρησης, σήμερα μιλάμε για επενδύσεις, για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και για κοινές πρωτοβουλίες.

Η συλλογική μας πρόοδος στηρίζεται στη δημοσιονομική μας διαχείριση και στον προϋπολογισμό που σήμερα ψηφίζουμε: στο πώς χρηματοδοτούμε τις προτεραιότητές μας και στο πώς μετατρέπουμε τους κανόνες σε ανάπτυξη. Εκεί κρίνεται η σοβαρότητα κάθε χώρας και κάθε κυβέρνησης.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Η οικονομία δεν είναι μόνο αριθμοί. Όμως χωρίς τους αριθμούς δεν μπορεί να υπάρξει οικονομία που να υπηρετεί την κοινωνία. Η οικονομία είναι μόχθος και αγωνία, είναι πείσμα και δημιουργία. Είναι πάθος για το δίκαιο, είναι αγώνας για την αξιοπρέπεια. Αυτές οι αξίες είναι που τελικά βελτιώνουν και τους αριθμούς. Και κυρίως, είναι αυτές που μετατρέπουν τα ατομικά όνειρα και τα εθνικά οράματα σε πραγματικότητα.

Ο Προϋπολογισμός του 2026 αποτυπώνει με σαφήνεια την εικόνα μιας οικονομίας που έχει αφήσει πίσω της την αβεβαιότητα και βαδίζει πλέον σε τροχιά σταθερής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, με ρυθμούς που υπερβαίνουν συστηματικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμό 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026, σε μια περίοδο που η Ευρωζώνη κινείται αισθητά χαμηλότερα. Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται, από 2,6% το 2025 σε 2,2% το 2026, συμβάλλοντας στη σταδιακή ομαλοποίηση του κόστους ζωής.

Οι επενδύσεις καταγράφουν ιστορικά υψηλές επιδόσεις, με ισχυρή δυναμική και προοπτική να φτάσουν το 17,7% του ΑΕΠ το 2026, καλύπτοντας ένα χρόνιο κενό σε σχέση με την Ευρώπη και επιβεβαιώνοντας ότι η Ελλάδα γίνεται ξανά χώρα παραγωγής , όχι μόνο κατανάλωσης. Η ίδια εικόνα αποτυπώνεται και στην αγορά εργασίας, όπου η ανεργία υποχωρεί στο 8,6% το 2026, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2008.

Η κατανάλωση το 2024 έφτασε τα επίπεδα του 2010, όμως οι εξαγωγές είναι πλέον αυξημένες κατά 50% σε σχέση με τότε και αυτή η τάση συνεχίζεται. Την περίοδο 2026–2029, οι εξαγωγές εκτιμάται ότι θα αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,5%, ενώ ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών θα επιβραδυνθεί σημαντικά. Πρόκειται για μια εξέλιξη που βελτιώνει το ισοζύγιο πληρωμών και αποτυπώνει τον σταδιακά πιο εξωστρεφή προσανατολισμό της ελληνικής παραγωγικής βάσης.

Συνέπεια αυτής της πορείας είναι ότι η ελληνική οικονομία παράγει πλέον σημαντικά πλεονάσματα. Ένα ουσιαστικό μέρος αυτών των πλεονασμάτων, τα οποία προκύπτουν τόσο από την αναπτυξιακή δυναμική όσο και από την αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, κατευθύνεται στην άμεση στήριξη της κοινωνίας.

Η υγεία ενισχύεται αποφασιστικά, με υπερδιπλασιασμό των πόρων σε σχέση με το 2019. Η παιδεία, η άμυνα, η πολιτική προστασία και η κοινωνική ασφάλιση χρηματοδοτούνται σε επίπεδα που δεν είχαν υπάρξει στο πρόσφατο παρελθόν, ενώ το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων φτάνει σε ιστορικά υψηλά μεγέθη.

Η σημαντικότερη εξέλιξη είναι ότι ο Προϋπολογισμός του 2026 συμβάλλει ουσιαστικά στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης της πλειονότητας των εργαζομένων, απέναντι στις πιέσεις που προκάλεσε η διεθνής, ευρωπαϊκή και ελληνική κρίση του κόστους ζωής.

Και καλό είναι, για όσους διαφωνούν, να μιλάμε με στοιχεία. Γιατί όταν δεν μιλούσαμε με στοιχεία —ή όταν τα περιφρονούσαμε— τότε τα ίδια τα στοιχεία μας εκδικούνταν.

Ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί πάνω από 35% από το 2019 έως το 2025 και θα ξεπεράσει το 40% έως το 2026. Οι καθαρές αμοιβές, μετά τις μειώσεις φόρων και εισφορών, αυξάνονται κατά περίπου 32% σε σχέση με το 2019, υπερκαλύπτοντας τον σωρευτικό πληθωρισμό της ίδιας περιόδου.

Οι αριθμοί δείχνουν ότι κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση. Δεν αρκούν όμως από μόνα τους. Γιατί πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι που πιέζονται. Και γι’ αυτό η προσπάθεια για ουσιαστική στήριξη του εισοδήματος δεν σταματά εδώ. Συνεχίζεται.
Θέλω να απευθυνθώ σε κάθε πολίτη που μας ακούει ξεχωριστά.

Ξέρω ότι, για πολλούς, η καθημερινότητα παραμένει δύσκολη. Ξέρω ότι το εισόδημα συχνά δεν φτάνει μέχρι το τέλος του μήνα και ότι οι αριθμοί από μόνοι τους δεν απαλύνουν την αγωνία.

Γι’ αυτό, με τον Προϋπολογισμό του 2026, επιχειρήσαμε να διαμορφώσουμε ένα συνεκτικό δίχτυ προστασίας για την οικογένεια, τον εργαζόμενο και τον συνταξιούχο, με τη μεγαλύτερη μείωση φορολογικών συντελεστών στη Μεταπολίτευση. Μια μείωση, που θα γίνει άμεσα αισθητή από την πρώτη ημέρα του νέου έτους.

Οι συνταξιούχοι ωφελήθηκαν με την ενίσχυση των 250 ευρώ τον Νοέμβριο, η οποία καθιερώνεται πλέον σε μόνιμη βάση και θα καταβάλλεται κάθε χρόνο. Παράλληλα, ωφελούνται από τους μειωμένους φορολογικούς συντελεστές, καθώς και από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς κατά 50% φέτος και κατά 50% την επόμενη χρονιά. Τον Δεκέμβριο του 2026, οι αυξήσεις στις συντάξεις θα υπολογιστούν με βάση το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό, χωρίς κανέναν συμψηφισμό με την προσωπική διαφορά.

Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, από τον Ιανουάριο του 2026, θα έχουν αυξημένες καθαρές μηνιαίες αποδοχές, καθώς εφαρμόζεται μικρότερη παρακράτηση επί του μικτού μισθού με βάση τη νέα φορολογική κλίμακα. Η μεταβολή αυτή ωφελεί ιδιαίτερα τις οικογένειες με παιδιά και τους νέους έως 30 ετών.

Παράλληλα, ενεργοποιούνται οι αυξήσεις για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αναδρομικά από τον Οκτώβριο του 2025, ενώ από τον Ιανουάριο του 2027 προβλέπεται επιπλέον μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%.

Επαγγελματίες, εργαζόμενοι και μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες , συνολικά περίπου 477.000 φορολογούμενοι, θα έχουν χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση λόγω της μείωσης των τεκμηρίων διαβίωσης για κατοικίες και αυτοκίνητα.

Τέλος, περίπου ένα εκατομμύριο ιδιοκτήτες ακινήτων σε οικισμούς έως 1.500 κατοίκους, καθώς και έως 1.700 κατοίκους στον Έβρο, στη Δυτική Μακεδονία και στις παραμεθόριες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, θα δουν τον ΕΝΦΙΑ να μειώνεται κατά 50%. Από το 2027, ο ΕΝΦΙΑ για τις περιοχές αυτές μηδενίζεται.

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες σε όλους τους οικισμούς έως 1.500 κατοίκους, εκτός Αττικής, καθώς και στις ακριτικές περιοχές έως 1.700 κατοίκους, θα έχουν μειωμένο κατά 50% το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα.

Σε συνέχεια των παρεμβάσεων στο ακριτικό τόξο, ειδικά για τα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, για τον Νομό Έβρου και τη Σαμοθράκη, καθώς και για τα νησιά του Νομού Δωδεκανήσων με πληθυσμό έως 20.000 κατοίκους, προβλέπεται μείωση του ΦΠΑ κατά 30%.

Από την 1η Απριλίου 2026 αυξάνεται περαιτέρω ο κατώτατος μισθός, γεγονός που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω το επίδομα ανεργίας, το επίδομα μητρότητας, τα επιδόματα τριετιών και την αμοιβή των υπερωριών. Παράλληλα, λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού, αυξάνονται αναλόγως και οι αποδοχές στο σύνολο του δημόσιου τομέα. Από την 1η Απριλίου 2027 ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί περαιτέρω και θα φτάσει τα 950 ευρώ, που αντιστοιχεί σε συνολική αύξηση 46% σε σχέση με το 2021, όταν ανερχόταν στα 650 ευρώ.

Το 2027, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες θα δουν σημαντική μείωση του φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2026, ως αποτέλεσμα των μειωμένων φορολογικών συντελεστών της φορολογικής μεταρρύθμισης. Για το ίδιο έτος, οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα φορολογούνται για εισοδήματα από ενοίκια από 12.000 έως 24.000 ευρώ με μειωμένο συντελεστή 25%, από 35% σήμερα. Το μέτρο αυτό αφορά περισσότερους από 160.000 ιδιοκτήτες και στοχεύει στο άνοιγμα κλειστών ακινήτων και στη διάθεσή τους για μακροχρόνια μίσθωση.

Σε συνδυασμό με την επιστροφή ενός ενοικίου, οι πρωτοβουλίες αυτές απαντούν στο οξύ στεγαστικό πρόβλημα. Δεν είναι, όμως, οι μόνες. Σε λίγο θα ακούσετε από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ένα ακόμη ολοκληρωμένο πακέτο παρεμβάσεων. Γιατί η πολιτική έχει αξία μόνο όταν μετατρέπεται σε πράξη.

Όσα περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2026 συνιστούν τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στη φορολογία φυσικών προσώπων των τελευταίων δεκαετιών, με το συνολικό κόστος των παρεμβάσεων να ανέρχεται σε 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2026 και σε επιπλέον 2 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2027.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Ανέφερα προηγουμένως ότι ένα σημαντικό μέρος των πλεονασμάτων κατευθύνεται στην άμεση στήριξη της κοινωνίας και στην αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης. Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό μέρος, διοχετεύεται στην ισχυροποίηση των δημοσίων οικονομικών μέσω της πρόωρης αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Και αυτό, στην ουσία, αποτελεί επίσης ισχυροποίηση της κοινωνίας. Είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.

Η χώρα επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη και ταχύτερη αποκλιμάκωση χρέους σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από το 154,2% του ΑΕΠ το 2024, το δημόσιο χρέος υποχωρεί στο 145,9% το 2025, στο 138,2% το 2026, με προοπτική να βρεθεί κάτω από το όριο του 120% το 2029.

Η τεχνητή αντιπαράθεση ανάμεσα στο χρέος και την κοινωνία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Και αυτό γιατί το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιου τύπου διλήμματα. Οι πόροι που κατευθύνονται στη μείωση και στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικές παροχές ή άλλες δημόσιες δαπάνες. Δεν πρόκειται για πολιτική επιλογή, αλλά για θεσμική υποχρέωση. Αν διοχετεύονταν αλλού, θα μετατρέπονταν σε νέες δαπάνες, θα επιβάρυναν το πρωτογενές αποτέλεσμα και θα παραβίαζαν τα εγκεκριμένα όρια δαπανών.

Η πρόωρη αποπληρωμή του χρέους μειώνει άμεσα τις υποχρεώσεις της χώρας και περιορίζει ουσιαστικά το κόστος εξυπηρέτησής του στο μέλλον. Ενδεικτικά, για κάθε 5,3 δισεκατομμύρια ευρώ που αποπληρώνονται νωρίτερα, εξοικονομούνται περίπου 150 εκατομμύρια ευρώ ετησίως σε τόκους. Με την πλήρη αποπληρωμή έως το 2030, η Ελλάδα θα απαλλαγεί από περίπου 800 εκατομμύρια ευρώ ετησίως σε τόκους την περίοδο 2031–2040.

Η συστηματική μείωση του δημόσιου χρέους αποτελεί βασικό λόγο για τον οποίο η ελληνική οικονομία αναβαθμίζεται διαρκώς. Οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας μειώνουν το κόστος δανεισμού όχι μόνο για το Δημόσιο, αλλά και για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αυτό μεταφράζεται σε φθηνότερη χρηματοδότηση, περισσότερες επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας , καλύτερους μισθούς και απτό όφελος για την πραγματική οικονομία.

Αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι η ισχυροποίηση των δημοσίων οικονομικών σήμερα αποτελεί την αφετηρία για την ευημερία και την κοινωνική συνοχή του αύριο. Είναι ταυτόχρονα εγγύηση ότι η επόμενη γενιά δεν θα εγκλωβιστεί ξανά σε φαύλους κύκλους που οδήγησαν στην κρίση του πρόσφατου παρελθόντος.

Κυρίες και κύριοι,

Η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη της χώρας αναγνωρίζονται ήδη στην πράξη. Τους τελευταίους μήνες καταγράφεται ένα συνεχές κύμα επενδυτικών εξελίξεων, εξαγορών και στρατηγικών κινήσεων. Η ένταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο δίκτυο της Euronext αποτυπώνει με σαφήνεια τη στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας. Πρόκειται για μια εξέλιξη που ενισχύει τη ρευστότητα, ανοίγει νέες πηγές κεφαλαίων και εντάσσει τη χώρα στον πυρήνα της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής.

Η ενίσχυση των συνεργασιών και των συγχωνεύσεων μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη δημιουργία ισχυρών ελληνικών επιχειρηματικών σχημάτων, “εθνικών πρωταθλητών”, με δυνατότητα να σταθούν ισότιμα απέναντι στις μεγάλες επιχειρήσεις της Ευρώπης και του κόσμου.

Επιχειρήσεων με πρόσβαση σε κεφάλαια, με ικανότητα συστηματικών επενδύσεων και με τη δυναμική να μετατρέπουν την ανάπτυξη σε αυξημένη ευημερία για τους εργαζομένους και την οικονομία συνολικά. Αυτός είναι ο δρόμος προς μια οικονομία μεγαλύτερης κλίμακας, υψηλότερης παραγωγικότητας και βιώσιμης σύγκλισης με την Ευρώπη.

Ταυτόχρονα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τον καθοριστικό ρόλο των μικρών επιχειρήσεων. Είναι οι αφανείς ήρωες της ελληνικής οικονομίας. Άντεξαν στην κρίση, στήριξαν τις τοπικές κοινωνίες και διέσωσαν την παραγωγική ταυτότητα της χώρας μέσα από δεσμούς εμπιστοσύνης που καλλιεργούν διαχρονικά. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε συνθήκες και κίνητρα ώστε ο δρόμος προς τις συνεργασίες και τις οικονομίες κλίμακας να είναι ελκυστικός και βιώσιμος , χωρίς να ακυρώνεται η επιλογή της αυτονομίας και της ευελιξίας για τις μικρές και ατομικές επιχειρήσεις.

Με αυτόν τον σχεδιασμό, μπορεί να δρομολογηθεί ένας ουσιαστικός και δομικός παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας μέσα στα επόμενα χρόνια, με αφετηρία το 2026.

Η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης επιδρά ήδη καθοριστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Γι’ αυτό και η ολοκλήρωση του Ταμείου δεν ισοδυναμεί με το τέλος της ανάπτυξης στη χώρα. Αντίθετα, βρισκόμαστε σε μια μετάβαση: από μια έκτακτη φάση επιτάχυνσης, που αντιπροσώπευσαν οι πόροι του Ταμείου, σε μια πιο ώριμη, πιο σταθερή και πιο βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.

Το 2026 θα επενδυθούν 7,2 δισεκατομμύρια ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, με εκταμιεύσεις που θα υπερβούν τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των δανείων. Από το 2027 και μετά, οι πόροι του Ταμείου σταδιακά μειώνονται, αλλά αυξάνονται οι ιδιωτικές επενδύσεις, ενισχύεται το Εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και επιταχύνεται η απορρόφηση του ΕΣΠΑ 2021–2027.

Το αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης είναι απολύτως μετρήσιμο. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται από 11% το 2019 στο 17,7% το 2026 και στο 18,1% το 2027. Το 2026, οι συνολικές επενδύσεις θα φτάσουν τα 46 δισεκατομμύρια ευρώ — 18 δισ. δημόσιες και 28 δισ. ιδιωτικές. Το 2029 θα ανέλθουν στα 51,7 δισεκατομμύρια ευρώ, με καθαρή υπεροχή των ιδιωτικών επενδύσεων.

Με άλλα λόγια, οι επενδύσεις θα παραμείνουν υψηλές έως το 2030 και θα συνεχίσουν να αυξάνονται, συμβάλλοντας στην υπεραναπλήρωση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και στη διατήρηση μιας σταθερής αναπτυξιακής δυναμικής για την ελληνική οικονομία.

Σε αυτή τη δυναμική αναπτυξιακή πορεία προστίθενται και κρίσιμες διαρθρωτικές παρεμβάσεις: η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, οι μεταρρυθμίσεις στη χωροταξία, η ψηφιοποίηση του κράτους και η νέα ενεργειακή πολιτική, που περιλαμβάνει τα σχέδια και τις συμφωνίες για την έρευνα και την εξόρυξη υδρογονανθράκων. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις λειτουργούν ως καταλύτες ανάπτυξης και οφείλουμε να τις διαχειριστούμε με ταχύτητα, σχέδιο και αποτελεσματικότητα.

Διαμορφώνεται έτσι ένας ενάρετος κύκλος και μια ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στα υγιή δημόσια οικονομικά και στην αύξηση των επενδύσεων. Η ταχύτερη ενεργοποίηση αυτού του κύκλου μπορεί να επιταχύνει την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, με όρους που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, σταθερότητα τιμών και πραγματικές αυξήσεις μισθών.

Παράλληλα, η ίδια πολιτική στηρίζει την επέκταση των επενδύσεων σε υποδομές, στην υγεία, στην παιδεία και στο κοινωνικό κράτος, ενεργοποιώντας έναν δεύτερο ενάρετο κύκλο: την περαιτέρω ενίσχυση της ήδη υψηλής ελκυστικότητας της Ελλάδας για τον μέσο Ευρωπαίο πολίτη που επιθυμεί να μετοικήσει, να εργαστεί και να επενδύσει στη χώρα μας.

Κυρίες και κύριοι,

Η εθνική αυτή στρατηγική δεν αναπτύσσεται σε κενό. Εντάσσεται στον ευρύτερο ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Και πλέον διαθέτουμε το κύρος, την αξιοπιστία και τη δυνατότητα να συμβάλλουμε ενεργά στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Οι στρατηγικές μας επιλογές είναι ξεκάθαρες: μια Ευρώπη πιο ανταγωνιστική, πιο ανθεκτική στις κρίσεις και τεχνολογικά κυρίαρχη είναι η Ευρώπη της ανάπτυξης, της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής. Είναι η Ευρώπη μέσα στην οποία και η Ελλάδα γίνεται πιο ισχυρή.

Πρώτον, για να οικοδομήσουμε την Ευρώπη της ανάπτυξης, οφείλουμε να προχωρήσουμε αποφασιστικά στην Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει σημαντικούς αποταμιευτικούς πόρους, αλλά εξακολουθεί να υστερεί στη μετατροπή τους σε παραγωγικές επενδύσεις. Το έλλειμμα αυτό δεν είναι τεχνικό. Είναι πολιτικό και στρατηγικό. Σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλες οικονομίες κινητοποιούν κεφάλαια με ταχύτητα και αποφασιστικότητα, η Ευρώπη δεν μπορεί να παραμένει κατακερματισμένη.

Για τη χώρα μας, η εμβάθυνση και η ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών σημαίνουν χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, περισσότερες επενδύσεις, ισχυρότερη κεφαλαιαγορά και μεγαλύτερη ρευστότητα. Σημαίνουν επίσης καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και ουσιαστικότερη σύνδεση της ελληνικής οικονομίας με τον ευρωπαϊκό επενδυτικό χάρτη.

Δεύτερον, καθοριστική για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν είναι αφηρημένη έννοια αλλά προϋπόθεση ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής και εμπιστοσύνης. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, η Τραπεζική Ένωση παραμένει ημιτελής.

Η πλήρης ολοκλήρωσή της θα ενισχύσει τη σταθερότητα της Ευρωζώνης και θα μειώσει τις αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Για την Ελλάδα, αυτό μεταφράζεται σε ισχυρότερες τράπεζες, χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη των καταθετών και καλύτερες συνθήκες χρηματοδότησης για την πραγματική οικονομία. Πρόκειται για έναν κρίσιμο μοχλό διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Τρίτον, στρατηγική επιλογή για την ισχυρή Ευρώπη του μέλλοντος είναι το ψηφιακό ευρώ. Η συζήτηση αυτή αφορά τον ίδιο τον πυρήνα της νομισματικής μας κυριαρχίας. Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου τα ιδιωτικά ψηφιακά μέσα πληρωμών αποκτούν αυξανόμενη επιρροή, η Ευρώπη οφείλει να διασφαλίσει ότι το κοινό της νόμισμα θα παραμείνει το θεμέλιο της οικονομικής της ζωής.
Το ψηφιακό ευρώ μπορεί να ενισχύσει την αποδοτικότητα των συναλλαγών, να μειώσει το κόστος για επιχειρήσεις και πολίτες, να ενισχύσει τη διαφάνεια και να στηρίξει τη χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική σταθερότητα. Και, κυρίως, μπορεί να θωρακίσει τη θέση της Ευρώπης σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο παγκόσμιο νομισματικό περιβάλλον

Όμως, η Ευρωζώνη δεν είναι απλώς ένας χρηματοοικονομικός μηχανισμός. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια νομισματική ένωση. Το κοινό νόμισμα αποτελεί το όχημα λαών, κρατών και εθνών που έχουν επιλέξει έναν κοινό βηματισμό προς το μέλλον.

Κράτη, λαοί και έθνη συγκλίνουν, συνενώνουν τις δυνάμεις τους και συνεργάζονται για να επιτύχουν ταχύτερα κοινούς στόχους. Για να αντλήσουν νέες ευκαιρίες και να αξιοποιήσουν νέες δυνατότητες μέσα από κοινές πηγές. Αυτή είναι η Ευρώπη: μια δυναμική κοινότητα χωρών. Και η αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών αποτελεί, για κάθε κράτος, το κλειδί για την ευημερία, την ασφάλεια και τη διαμόρφωση του μέλλοντος των πολιτών του.

Αυτό είναι το όφελος , και το στοίχημα , και για την Ελλάδα. Η οικονομική ανάπτυξη των επόμενων ετών θα επηρεαστεί καθοριστικά από τις αποφάσεις που θα ληφθούν για τη μέγιστη ενεργοποίηση της Ευρωζώνης. Θα αποτυπωθεί στους επόμενους προϋπολογισμούς, στις επενδύσεις και στα αναπτυξιακά μας σχέδια. Και είμαστε περήφανοι που η χώρα μας θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτών των αλλαγών.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Η πολιτική είναι δημιουργία. Και η δημιουργία προϋποθέτει τριβή και αντιπαράθεση αντίθετων δυνάμεων, απόψεων και προσεγγίσεων. Ο χώρος αυτός , ο χώρος του Κοινοβουλίου, είναι χώρος τριβών, αλλά είναι ταυτόχρονα χώρος συναινέσεων, συγκλίσεων και δημιουργίας. Εδώ, σε αυτήν την αίθουσα, ψηφίστηκαν οι νόμοι, οι αποφάσεις και οι αλλαγές που επέφεραν την πρόοδο που η χώρα έχει πετύχει. Υπήρξε και υπάρχει αντιπαράθεση. Υπήρξαν όμως και πολλές συγκλίσεις που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε. Και ακόμη και γόνιμες διαφωνίες, που τελικά, ενισχύουν τη δημοκρατική αρχή που βρίσκεται στη βάση κάθε ουσιαστικής μεταρρύθμισης.

Η οικονομία δεν είναι αριθμοί. Είναι οι άνθρωποι. Όμως χωρίς τους αριθμούς δεν υπάρχει οικονομία που να υπηρετεί τους ανθρώπους. Υπάρχει μόνο φαυλότητα, οπισθοδρόμηση και αυταρχισμός.

Ο προϋπολογισμός του 2026 δεν είναι ο επίλογος μιας διαδρομής που ξεκίνησε το 2019. Είναι ο πρόλογος μιας νέας εποχής ευθύνης και ωριμότητας για τη χώρα. Μιας φάσης στην οποία μπορούμε, με σταθερότητα και αυτοπεποίθηση, να πετύχουμε περισσότερα για την κοινωνία και την οικονομία.

Κυρίες και κύριοι,

Οι ιστορικές στιγμές σπάνια αναγνωρίζονται την ώρα που συμβαίνουν. Συνήθως διακρίνονται εκ των υστέρων, όταν φαίνεται καθαρά ότι κάτι άλλαξε και δεν ξαναγύρισε πίσω.

Ο προϋπολογισμός αυτός δεν γράφτηκε για να εντυπωσιάσει. Γράφτηκε για να αντέξει.

Αποτυπώνει μια χώρα που δεν κυβερνάται πια από την ανάγκη, αλλά από την ευθύνη. Μια χώρα που δεν αναζητά εξωτερικά δεκανίκια για να προχωρήσει, αλλά χτίζει εσωτερικές δυνάμεις για να διαρκέσει.

Ξέρουμε τι πετύχαμε. Ξέρουμε και τι μας λείπει.

Ξέρουμε ότι έχουμε μπροστά μας ένα δύσκολο δημογραφικό. Ξέρουμε ότι η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται με νόμους. Ξέρουμε ότι η πραγματική σύγκλιση απαιτεί χρόνο, εργασία και επιμονή.

Αλλά ξέρουμε και κάτι ακόμα, ίσως για πρώτη φορά τόσο καθαρά: ότι η χώρα διαθέτει πλέον την εμπειρία, τη γνώση και τη σοβαρότητα να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις χωρίς αυταπάτες.

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το βάρος του προυπολογισμού.

Γιατί σε κείμενα σαν και αυτό δεν αποτυπώνονται μόνο πολιτικές επιλογές. Αποτυπώνονται αποφάσεις γενιάς.

Η απόφαση να χτίσουμε και όχι να γκρεμίσουμε. Να επενδύσουμε και όχι να υπονομεύσουμε. Να διορθώνουμε ό,τι δεν λειτουργεί χωρίς να ακυρώνουμε ό,τι χτίστηκε με κόπο.

Η απόφαση να μη ζήσουμε ξανά πάνω από τις δυνατότητές μας αλλά ούτε και κάτω από τις ευθύνες μας.

Αυτός ο προϋπολογισμός δεν υπόσχεται ότι όλα θα πάνε καλά. Καταγράφει όμως κάτι πιο δεσμευτικό: ότι η χώρα επέλεξε τη συνέχεια αντί για την υπονόμευση, τη διάρκεια αντί για τον κύκλο, τη σοβαρότητα αντί για την ευκολία.

Και αν στο μέλλον αναζητηθεί πότε η Ελλάδα σταμάτησε να αντιμετωπίζει το κράτος ως μηχανισμό βραχυπρόθεσμων επιλογών και άρχισε να το αντιμετωπίζει ως μακρόπνοο συλλογικό εγχείρημα, η απάντηση δεν θα βρίσκεται σε μια εξαγγελία.
Θα βρίσκεται σε αυτόν τον προϋπολογισμό.

Σε κείμενα που δεν γράφτηκαν για μια χρονιά, αλλά για να ορίσουν τις συντεταγμένες μιας ολόκληρης εποχής.

Σας ευχαριστώ πολύ και σας καλώ να υπερψηφίσετε τον προϋπολογισμό του 2026

Διαβάστε ακόμη 

Στεγαστική κρίση: Αυτό είναι το πρώτο σχέδιο της Κομισιόν για την αντιμετώπισή της

Βιομηχανία πολυτελείας σε κρίση: Gucci, Dior και Chanel ποντάρουν σε νέους σχεδιαστές για αύξηση πωλήσεων

Πώς θα πέσουν τα 17,8 δισ. ευρώ στην οικονομία το 2026

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα

Exit mobile version