Του Δημήτρη Μαρκόπουλου

Οι Ελβετοί φημίζονται για την ακρίβεια τους. Δεν είναι μόνο τα ελβετικά ρολόγια που δεν χάνουν λεπτό. Είναι ένα ολόκληρο σύστημα που σέβεται τους κανόνες και δεν τους καταπατά. Να όμως που μια Ελβετίδα, η country manager της σουηδικής Η&Μ Ελβετίδα κα. Sandrine Galparoli (φωτ.), προφανώς επηρεάστηκε από τη μακροχρόνια σχέση της με τις χώρες της Μεσογείου και κινήθηκε αντίστροφα. Για την ακρίβεια πρόσφατα η εταιρεία την οποία διοικεί κλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές να λογοδοτήσει αναφορικά με τη μη τήρηση των εργασιακών κανόνων και για μια σειρά από αρνητικές πρακτικές που εφαρμόζει στο υπαλληλικό της προσωπικό στην Ελλάδα. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο θετική για την εταιρεία, με καλά αποτελέσματα και με διαρκές άνοιγμα μαγαζιών ανά την Επικράτεια. Προφανώς όμως – όπως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της εταιρείας αναφέρουν – η Η&Μ και η μάνατζερ που τη διοικεί στην περιοχή μας, να έχουν καταφέρει όλα αυτά χάρη σε μια πολύ σφιχτή, στα όρια της εργασιακής προσβολής όπως έχει δημοσίως καταγγελθεί, διαχείριση των εργαζόμενων τους.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Η&Μ από την αρχή της στη χώρα μας κινήθηκε με μια περίεργη λογική. Η Ελλάδα ουδέποτε απέκτησε 100% ελληνικό μάνατζμεντ και πάντοτε οι γενικοί διευθυντές ήταν ξένοι. Μέχρις εδώ όλα καλά, καθώς δικαίωμα της κάθε πολυεθνικής είναι να επιλέξει το προσωπικό της αρεσκείας της. Όμως η Η&Μ τη χώρα μας δεν την είδε «με καλό μάτι». Εκτός λοιπόν του ξένου μάνατζμεντ επιλογή ήταν η διοίκηση να βρίσκεται στην Ιταλία κι όχι στη χώρα μας, εντάσσοντας την πατρίδα μας και την αγορά της σε ένα μεγαλύτερο διεθνές σύνολο. Σε μια δεύτερη …ταχύτητα. Η Sandrine Galparoli ανέλαβε δράση τα τελευταία πέντε χρόνια. Δηλαδή στη διάρκεια μιας γενικευμένης κρίσης στον ευρωπαϊκό νότο. Και είναι αλήθεια πως την κατάσταση τη συμμάζεψε, περισσότερο όμως υπολογίζοντας χώρες όπως η δική μας ή η Ιταλία σαν τις ανατολικοευρωπαϊκές. Σαν αγορές δηλαδή που βίωναν μια μετασοβιετική κατάσταση και οι αμοιβές όφειλαν να είναι πολύ χαμηλές ενώ οι απαιτήσεις προς τους εργαζόμενους διαρκείς και σκληρές.

Όμως και ως προς τους άλλους συνεργάτες της, η Η&Μ έχει δείξει αυστηρό πρόσωπο. Οι υπεργολάβοι των ανακαινίσεων ή των νέων καταστημάτων της, έχουν να λένε για τους όρους που τους θέτει η σουηδική πολυεθνική και για τις διαρκείς εκπτώσεις που απαιτούνται για να αναληφθούν τα έργα, καθώς για την πολυεθνική η χώρα μας και η αγορά της θεωρούνται β’ κατηγορίας. Μια περιοχή που λόγω της κρίσης ναι μεν έχει δουλειά και τζίρους για την πολυεθνική (σ.σ. ας μην ξεχνάμε πως ο Έλληνας μαζικά έχει στραφεί στο φθηνό και μοδάτο ρούχο λόγω αδυναμίας αγορών ακριβών φιρμών), όμως η διοίκηση της δείχνει να αντιμετωπίζει τους εγχώριους συνεργάτες της με αποικιακούς όρους.

Μπορεί για παράδειγμα το κατάστημα της Ερμού για την εταιρεία να είναι το μεγαλύτερο στη Νότιο Ανατολική Ευρώπη, στεγαζόμενο σε ένα επιβλητικό 6όροφο νεοκλασικό κτίριο, όμως όσοι εργάστηκαν σε αυτό έχουν να λένε για τα δύσκολα ωράρια, τις πιέσεις για παραπάνω απασχόληση και γενικότερα τις συνθήκες «γαλέρας’ όπως θα έλεγε και η αριστερά, που προκρίνονται ως τρόπος εργασίας.

Είναι αλήθεια βέβαια πως η Η&Μ αποτελεί έναν από τους σπάνιους επενδυτές σε μια Ελλάδα που έχει μεγάλα προβλήματα και διψά για επενδύσεις. Η εταιρεία ανοίγει διαρκώς καινούργια μαγαζιά όπως έγινε πρόσφατα στην Αγία Παρασκευή, όπως θα γίνει στο Αγρίνιο (παρά τις παράλογες αντιδράσεις της εκεί τοπικής κοινωνίας) ή όπως θα συμβεί εντός του Μαϊου στην πόλη της Λάρισας.

Πίσω όμως από το «καλό πρόσωπο» των εγκαινίων και τα ιλουστρασιόν φώτα της αλυσίδας ένδυσης υπάρχουν ζητήματα.

Η Η&Μ Ελλάδος ως υποκατάστημα της Η&Μ Group που ξεκίνησε τη λειτουργία της το Μάρτιο του 2007 στην Αθήνα, απαριθμεί 36 καταστήματα σε 14 πόλεις της Ελλάδας: Αθήνα, Βέροια, Ηράκλειο, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Ρόδο, Βόλο, Ιωάννινα, Ξάνθη, Καλαμάτα, Κομοτηνή, Πάτρα, Κόρινθο και Χανιά. Αυτά τα μαγαζιά άνοιξαν όμως με όρους χαμηλών οικονομικών τιμημάτων κι επειδή οι Σουηδοί και η Ελβετίδα country manager αποφάσισαν να «παίξουν» με την ελληνική αγορά σαν να πρόκειται για πρώην σοβιετική Δημοκρατία. Με αμοιβές 400 ή 500 ευρώ, με πλειοψηφία των εργαζόμενων με part time λογική και με συχνό εργασιακό rotation, η εταιρεία δεν επένδυσε στις σταθερές μορφές απασχόλησης.

Στο παραπάνω πλαίσιο, καθόλου τυχαία δεν ήταν η παρέμβαση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας που με πρόσφατη ανακοίνωση του έκανε λόγο για «κατάφωρη και σκανδαλώδη παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας από την «H&M» μετά από έρευνα σε καταστήματα της αλυσίδας στη Θεσσαλονίκη.

Αφορμή στάθηκαν καταγγελίες για ταπεινωτικές συνθήκες εργασίας τις οποίες προβλέπει η νέα τροποποιητική σύμβαση που μοιράστηκε στους εργαζόμενους. Μια σύμβαση όμως που δεν ήταν σύμφωνη με το εργασιακό Δίκαιο της χώρας και την οποία η Ελβετίδα μάνατζερ αναγκάστηκε υπό το φόβο προστίμου για παραβίαση της νομοθεσίας να μαζέψει πίσω.

Όπως καταγγέλθηκε, με τις ατομικές συμβάσεις, οι οποίες προκάλεσαν τον έλεγχο του ΣΕΠΕ, η «H&M» επιχείρησε να επιβάλλει υπό την απειλή της απόλυσης (όπως καταγγέλλουν εργαζόμενοι), την υπερεντατικοποίηση της εργασίας των υπαλλήλων της, τη δυνατότητα να μετακινεί το προσωπικό σε όλη την Ελλάδα είτε περιστασιακά είτε μόνιμα και χωρίς καν κάλυψη εξόδων.