«Η προσφορά που λάβαμε για την άδεια καζίνο στο Ελληνικό αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης για τις επενδυτικές προοπτικές της χώρας». Τάδε έφη ενώπιον των βουλευτών, ο πρόεδρος της ΕΕΕΠ, Ευάγγελος Καραγρηγορίου, στο πλαίσιο του απολογισμού του έργου της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων αναφορικά με τις τελευταίες εξελίξεις με προσωρινό ανάδοχο το σχήμα της Mohegan – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ για την άδεια καζίνο στο Ελληνικό.
Ο διαγωνισμός σχεδιάστηκε από την ΕΕΕΠ, όπως ανέφερε ο κ. Καραγρηγορίου, εξαιρετικά προσεκτικά, για να διασφαλιστεί η μεγιστοποίηση του ενδιαφέροντος και της συμμετοχής, η μεγιστοποίηση της τεχνικής και της οικονομικής προσφοράς, «για να διασφαλιστεί η μέγιστη διαφάνεια και ταχύτητα στη διαδικασία, όπως και εν τέλει έγινε, αφού δικαιωθήκαμε, σε όλες τις προσφυγές που δέχτηκε η διαδικασία, αλλά και λόγω της προσέλκυσης 2 μεγάλων σχημάτων διεθνούς βεληνεκούς, και άρα του ανταγωνισμού προέκυψε, και εν τέλει τη μεγιστοποίηση της προσφοράς σε εμπροσθοβαρή βάση τόσο στην επένδυση που δεσμεύεται ότι θα πραγματοποιήσει ο προσωρινός ανάδοχος στην πρώτη φάση όπου θα λειτουργήσει, όσο και στο τίμημα».  Πρόκειται για μία αδειοδότηση, της οποίας η επιτυχία ήταν, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΕΕΠ, πολυσύνθετη και με τεράστια αναπτυξιακή διάσταση αφού αποτελεί αναβλητική αίρεση για το ξεκίνημα της συνολικής επένδυσης του Ελληνικού.» Και για την οποία η συνεργασία της ΕΕΕΠ με τα αρμόδια Υπουργεία Ανάπτυξης και Οικονομικών ήταν και είναι εξαιρετικά παραγωγική και αποδοτική, λύνοντας άμεσα κάθε ζήτημα που απαιτούνταν. Αλλά και μια αδειοδότηση η οποία αυτή καθαυτή έχει σημαντικό επενδυτικό αντίκτυπο. Αφού δεν πρόκειται για ένα απλό καζίνο, αλλά αφορά την ανάπτυξη, βάση των προδιαγραφών που ως ΕΕΕΠ θέσαμε μιας γιγαντιαίας επένδυσης τουριστικού χαρακτήρα από την Ένωση προσώπων που αναδείχτηκε προσωρινός ανάδοχος. Μιας επένδυσης που είναι greenfield, δηλαδή θα αναπτυχθεί εκ του μηδενός, με νέα κεφάλαια και προφανώς θα τονώσει και τον κατασκευαστικό κλάδο. Και που η τεχνική προσφορά ξεπέρασε σημαντικά τις ήδη μεγάλες προδιαγραφές που είχαμε θέσει. Μιας επένδυσης που θα συμβάλλει στην αύξηση της επισκεψιμότητας της Αθήνας αλλά και την προσέλκυση εγχώριων και αλλοδαπών καταναλωτών υψηλού εισοδήματος. VIP πελατών. Στην αύξηση της μέσης τουριστικής δαπάνης. Στην επιμήκυνση του χρόνου παραμονής των επισκεπτών. Στην άμβλυνση της εποχικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Και φυσικά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».