Φιλόδοξους στόχους για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή σκοπεύει να υιοθετήσει πλειάδα ελληνικών επιχειρήσεων της βιομηχανίας, με στόχο μέχρι το 2030 να καταστήσουν πιο πράσινη την παραγωγή τους και να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Οι μονάδες της Μυτιληναίος, τα διυλιστήρια των Ελληνικών Πετρελαίων, η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ, η Σωληνουργεία Κορίνθου και η εταιρεία Παπαστράτος είναι μερικές από τις επιχειρήσεις που έχουν ανέβει στο τρένο της βιώσιμης ανάπτυξης, με προορισμό μια ουδέτερη κλιματικά κοινωνία με συγκεκριμένους στόχους και επενδύσεις.

Η Μυτιληναίος είναι από τους πρώτους ομίλους της χώρας  που έχουν δείξει ευαισθησία στις πρακτικές ESG και ίσως και από τις λίγες που έχουν αντιληφθεί το ειδικό βάρος που έχουν τα κριτήρια αυτά στους κόλπους των μεγάλων θεσμικών επενδυτών αλλά και των τραπεζών.

Η εταιρεία έχει ανακοινώσει από τις αρχές της χρονιάς τους στόχους της για μείωση έως 75% των εκπομπών έως το 2050, προγραμματίζοντας όλη η ενέργεια που θα καταναλώνει το εργοστάσιο της Αλουμίνιο της Ελλάδας τα επόμενα δέκα χρόνια, να προέρχεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Σύμμαχος της εταιρείας στο μεγάλο άλμα για απανθρακοποίηση της παραγωγής αποτελεί το ισχυρό χαρτοφυλάκιο στις ΑΠΕ, το οποίο η Μυτιληναίος έχει ανακοινώσει ότι θα αξιοποιηθεί και για την υλοποίηση διμερών συμβολαίων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας (PPA’s) που αποτελούν την νέα τάση στον κλάδο της ενέργειας.

Στον ίδιο δρόμο βρίσκονται και τα Ελληνικά Πετρέλαια με επενδύσεις που τα επόμενα χρόνια θα ανέλθουν περίπου σε 4 δισ. ευρώ. Από τα κονδύλια αυτά πάνω από το 50% θα αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη του τομέα των ΑΠΕ, του  υδρογόνου και των βιοκαυσίμων. Τα υπόλοιπα θα διοχετευτούν για τον εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης δραστηριότητας στον τομέα της παραγωγής υγρών καυσίμων χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα.

Μέχρι το 2030, τα ΕΛΠΕ βάζουν στόχο την μείωση εκπομπών CO2 κατά 30% στον τομέα της διύλισης, με παράλληλες δράσεις στο πεδίο της ηλεκτροδότησης των εγκαταστάσεων, της  χρήσης πρώτων υλών και καυσίμων χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα, όπως μπλε και πράσινο υδρογόνο, βιοκαύσιμα 2ης και 3ης γενιάς, τεχνολογίες κυκλικής οικονομίας και αξιοποίησης αποβλήτων αλλά και τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας και δέσμευσης & αξιοποίησης των εκπομπών CO2.

Μείωση 35% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2030, προγραμματίζει και η  ΤΙΤΑΝ, επενδύοντας  σε εναλλακτικά καύσιμα και πρώτες ύλες. Η τσιμεντοβιομηχανία σύμφωνα με στελέχη της έχει συνυπογράψει τον οδικό χάρτη της παγκόσμιας ένωσης τσιμέντου και σκυροδέματος, ο οποίος περιλαμβάνει συγκεκριμένες δράσεις για να αποφύγει την εκπομπή 5 δισ. τόνων CO2 μέχρι το 2030 και να μπορέσει μέχρι το 2050 να δώσει σκυρόδεμα με ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα.

Φέτος η βιομηχανία ξεκίνησε την νέα επένδυση στο εργοστάσιο στο Καμάρι Βοιωτίας συνολικού ύψους 25 εκατ. ευρώ, με σκοπό την αναβάθμιση των δυνατοτήτων που έχει ο ένας εκ των δύο κλιβάνων του εργοστασίου ώστε να απορροφά εναλλακτικά καύσιμα. Κάτι που θα επιτρέψει να μειωθούν οι εκπομπές του εργοστασίου κατά μισό εκατ. τόνους τον χρόνο, ενέργεια που σύμφωνα με την εταιρεία ισοδυναμεί με την μετατροπή 160.000 συμβατικών  αυτοκινήτων σε ηλεκτρικά.

Παράλληλα, ο όμιλος στρέφεται στη βελτίωση της ενεργειακής του αποδοτικότητας, στη δημιουργία νέων προϊόντων και πρώτων υλών, αλλά και στην υιοθέτηση νέων λύσεων και τεχνολογιών.

Στο κλάμπ όσων αναπτύσσουν άμυνες κατά της κλιματικής αλλαγής έχει ενταχθεί και η Cenergy Holdings. Ήδη, όλη ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιεί η Σωληνουργεία Κορίνθου, προέρχεται από ΑΠΕ.

Η εταιρεία έχει επίσης ξεκινήσει να παράγει σωλήνες που μπορούν να μεταφέρουν υδρογόνο σε δίκτυα υψηλής πίεσης εγκαθιστώντας τους ήδη στην Ιταλία.

Τα κριτήρια ESG (περιβάλλον-κοινωνία- εταιρική διακυβέρνηση) αποτελούν επιταχυντή αλλαγών για τις επιχειρήσεις που θα πρέπει να αντιληφθούν εγκαίρως πως να το χρησιμοποιούν ανέφερε πρόσφατα η διοίκηση της Παπαστράτος.

Η βιομηχανία τσιγάρων έχει  συνδέσει τον δανεισμό που έχει σε ετήσια βάση με το κατά πόσον πετυχαίνει τους ESG στόχους. Σήμερα, το 98% του R&D της εταιρείας πηγαίνει σε νέα καπνικά προϊόντα, με αποτέλεσμα τα τελευταία 10 χρόνια πόροι άνω των 8 δισ. δολ. να διοχετεύονται σε R&D και πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης.