Του Δημήτρη Μεζαρτάσογλου*

Είναι θέμα συγκυρίας, ή αποτελεί προϊόν κερδοσκοπίας, το ράλι που παρατηρείται, το τελευταίο χρονικό διάστημα, στις τιμές των ρύπων; Ποιές θα είναι οι δυνητικές επιπτώσεις από την ανοδική τροχιά των τιμών στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας; Πότε αναμένεται να αυξηθούν τα τιμολόγια ρεύματος της ΔΕΗ, αλλά και των εναλλακτικών παρόχων, με δεδομένο ότι θα ακριβύνει η παραγωγή του ρεύματος;

Η μεταβλητότητα που παρατηρείται, εσχάτως, στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει αναχθεί σε ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα της επικαιρότητας.

Οι επικείμενες αλλαγές στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου (EU ETS – Emissions Trading Scheme) (Οδηγία 2003/87/ΕΚ) που θα τεθούν σε ισχύ από 1/1/2019 και η είσοδος κερδοσκόπων στην αγορά, την έχουν καταστήσει πιο ευμετάβλητη από ό,τι στο παρελθόν, με τις τιμές να επιδεικνύουν σαφείς ανοδικές τάσεις.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι τιμές των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) στους ρύπους έχουν σχεδόν τριπλασιασθεί από τις αρχές του 2018, ξεπερνώντας τα €25 ανά τόνο – όταν η μέση τιμή κυμαινόταν στα €6 ανά τόνο το προηγούμενο έτος – γεγονός που αυξάνει κατακόρυφα το κόστος για τις εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, όπως η ΔΕΗ. Αυτά συμβαίνουν εν μέσω εξελίξεων στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η αποεπένδυση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και η αναδιαμόρφωση της εγχώριας αγοράς.

Εν ολίγοις, οι ρυπογόνες εταιρείες χρειάζονται τα εν λόγω δικαιώματα για να καλύψουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που παράγουν. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι αυξάνεται το κόστος απόκτησής τους.

Τράπεζα δικαιωμάτων

Όσον αφορά τις επικείμενες αλλαγές στο EU ETS, ένα κρίσιμο στοιχείο της αναμόρφωσης περιλαμβάνει το σχεδιασμό του αποθεματικού σταθερότητας της αγοράς (MSR – Market Stability Reserve). Το MSR είναι ένα είδος «τράπεζας», όπου τα πλεονασματικά δικαιώματα ρύπων θα αποθηκεύονται προσωρινά μετά το 2019. Πολλές χώρες της Ευρώπης υποστηρίζουν το διπλασιασμό του ρυθμού εισόδου δικαιωμάτων στο MSR για τα πρώτα τέσσερα χρόνια της λειτουργίας του. Όμως, το μέτρο δεν επαρκεί για να έχει σημαντική επίδραση επί της τιμής των ρύπων.

Σύμφωνα με το Reuters, -το μέτρο- θα περικόψει το πλεόνασμα κατά μόλις 111 εκατ. δικαιώματα ετησίως ως το 2022. Η τιμή θα ανέλθει, στην καλύτερη περίπτωση, στα €30 ως το 2030, πράγμα που σημαίνει ότι το EU ETS δεν θα επηρεάσει τις επενδυτικές αποφάσεις.

Το ράλι των τιμών οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα περιορίσει την προσφορά δικαιωμάτων τη νέα χρονιά, στα πλαίσια της μετάβασης στην παραγωγή πιο «καθαρής» ενέργειας. Κατά συνέπεια, οι αγοραστές δικαιωμάτων θεωρούν ότι πρέπει να καλύψουν εγκαίρως τις θέσεις τους, την ίδια στιγμή που αρκετοί δικαιούχοι, όπως η βιομηχανία, εμφανίζονται απρόθυμοι να διαθέσουν τα δικαιώματά τους. Ο συνδυασμός αυξημένης ζήτησης και περιορισμένης προσφοράς οδηγεί τις τιμές σε επίπεδα ρεκόρ. Προς το παρόν, παρατηρούμε αρκετούς «παίκτες», της αγοράς να προεξοφλούν το αποτέλεσμα του MSR, αναλαμβάνοντας κερδοσκοπικές θέσεις, καθώς αναμένουν αυξήσεις της τιμής.
Ποιοι ώθησαν την τιμή σε άνω από 25 ευρώ/ τον τόνο

Οι υψηλές τιμές CO2 συμπιέζουν την ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα, οδηγώντας την Ευρώπη προς την κατεύθυνση της μετατροπής καυσίμου, από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο. Ορισμένοι ηλεκτροπαραγωγοί που διακρατούν μεγάλο χαρτοφυλάκιο στον άνθρακα, έχουν αρχίσει να αντασφαλίζονται έναντι των υψηλότερων τιμών ρύπων, αναλαμβάνοντας περισσότερες θέσεις και περιορίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, την έκθεσή τους σε ένα περιβάλλον όπου θα επικρατούν οι ακριβοί ρύποι. Η συγκεκριμένη κινητικότητα αποτελεί έναν ακόμα λόγο για την επικράτηση των αυξημένων τιμών.

Η μεταβλητότητα των τελευταίων ημερών οφείλεται, κυρίως, σε κερδοσκοπικούς λόγους. Ορισμένοι από τους συμμετέχοντες στην αγορά, που διακρατούσαν «δυναμικές» θέσεις, εν αναμονή πρόσθετων ανατιμήσεων, ώθησαν την τιμή πάνω από τα €25 ανά τόνο, οδηγώντας κάποιους «παίκτες» στο να αποκομίσουν κέρδη μέσω ρευστοποίησης θέσεων και πώλησης δικαιωμάτων τους στην αγορά. Είναι ενδεικτικό του κλίματος που δημιουργήθηκε στην αγορά το γεγονός ότι αυξήθηκε ο αριθμός των «παικτών», που εισχώρησαν σε αυτή τη λογική, «πουλώντας» τις θέσεις τους, με αποτέλεσμα να μεγιστοποιηθεί ο όγκος στην αγορά, να αυξηθούν οι ποσότητες που αλλάζουν χέρια και να υπάρξει απότομη πτώση της τιμής. Οι τελευταίες συνεδριάσεις ήταν, αναμφίβολα, μια ιδιαίτερη δοκιμασία για την αγορά, όσον αφορά την ικανότητά της να απορροφά μεγαλύτερο όγκο κερδοσκοπικών και ανεξάρτητων θέσεων.

Η κερδοσκοπική δραστηριότητα δεν αποτελεί απειλή για την αγορά, καθώς αυξάνει την απαιτούμενη ρευστότητα, προκειμένου να καθοριστεί μια δίκαιη τιμή για τα δικαιώματα. Σύμφωνα με αναλυτές, οι ηλεκτροπαραγωγοί προστατεύονται συνήθως έναντι αυτών των διακυμάνσεων μέσω της αντασφάλισης της παραγωγής τους στην αγορά προθεσμιακών συμβολαίων – δηλαδή, πωλούν ενέργεια έως και 4 χρόνια νωρίτερα, αγοράζοντας, παράλληλα, δικαιώματα και τα αναγκαία καύσιμα.

Πράττοντας αυτό και χρησιμοποιώντας συμβόλαια, οι παραγωγοί γνωρίζουν με ακρίβεια το πόσα θα κερδίσουν οι μονάδες τους στο μέλλον και δεν εξαρτώνται από την ημερήσια μεταβλητότητα.

Τι θα γίνει με την ΔΕΗ

Όσον αφορά την εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και κυρίως την ΔΕΗ, η Επιχείρηση θα πρέπει να πληροφορήσει για το ποιές είναι ακριβώς οι επιπτώσεις που έχει το ράλι της τιμής των ρύπων στα λειτουργικά της κόστη και την κερδοφορία της, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη. Αρκετοί αναλυτές αναφέρουν ότι για τη ΔΕΗ, κάθε €1 αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων, επιβαρύνει την εταιρεία με περίπου €20 εκατ. ετησίως. Είναι σαφές ότι σε ένα περιβάλλον ακριβών δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων αλλάζουν άμεσα οι υπολογισμοί των επενδυτών για τα προβλεπόμενα κέρδη των μονάδων και έτσι, επανυπολογίζονται τα επίπεδα των προσφορών που θα κατατεθούν έως τις 17 Νοεμβρίου, δηλαδή, μετά την έγκριση από την Κομισιόν της παράτασης, κατά ένα μήνα, της ημερομηνίας υποβολής προσφορών για το διαγωνισμό πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.

Τα δεδομένα δεν είναι, όμως, καλά και για τις υπό απόσυρση μονάδες του Αμύνταιου και της Καρδιάς, για τις οποίες η ΔΕΗ, αλλά και το ΥΠΕΝ έχουν ζητήσει παράταση της λειτουργίας τους.

Με μία επιβάρυνση εκπομπών άνω των 1,8 τόνων την MWh, η αύξηση του μεταβλητού κόστους ανέρχεται στα €27 ανά MWh, κάτι που καθιστά τους εν λόγω σταθμούς πλήρως αντιπαραγωγικούς και μη ανταγωνιστικούς. Σημειώνεται, ότι η ΔΕΗ έχει ζητήσει την παράταση των ωρών λειτουργίας τους, από τις 17,500 που έχουν χορηγηθεί κατά παρέκκλιση, έως το 2019, στις 32,000 ώρες.

Αυτές οι μονάδες δεν πληρούν τους αυστηρότερους περιβαλλοντικούς κανονισμούς για τις εκπομπές και για αυτό θα πρέπει είτε να αναβαθμιστούν είτε να κλείσουν. Το Αμύνταιο αναμένεται να συμπληρώσει τις ώρες λειτουργίας του εντός του Οκτωβρίου, δηλαδή, την ώρα που θα βρίσκονται σε εξέλιξη οι συζητήσεις της ελληνικής πλευράς με την Κομισιόν, προκειμένου να δοθεί νέα εξαίρεση.

Μια άλλη επίπτωση αφορά στην άνοδο της Οριακής Τιμής Συστήματος (ΟΤΣ), στο βαθμό που καθορίζεται από τους λιγνίτες, καθώς η ΔΕΗ φαίνεται να μην μπορεί να αντέξει την υψηλή ΟΤΣ, με δεδομένο ότι αγοράζει περίπου το 40% των αναγκών της από τρίτους στην χονδρεμπορική αγορά.

Η ΟΤΣ είναι η τιμή στην οποία εκκαθαρίζεται η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και παράλληλα εκείνη που εισπράττουν όσοι εγχέουν ενέργεια στο Σύστημα και πληρώνουν όλοι όσοι ζητούν ενέργεια από αυτό, για να τη διαθέτουν στη λιανική αγορά, δηλαδή, σε οικιακούς καταναλωτές και επιχειρήσεις.

Οφέλη για τις ΑΠΕ

Παράλληλα, όμως, η άνοδος της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων είναι θετική για την αγορά των ΑΠΕ, διότι, με αυτό τον τρόπο, αυξάνονται τα έσοδα από τις δημοπρασίες των δικαιωμάτων που έχουν κατανεμηθεί στη χώρα μας.

Τα έσοδα αυτά κατευθύνονται, τόσο για την χρηματοδότηση του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ, από όπου πληρώνονται οι παραγωγοί ΑΠΕ) όσο και για δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας (π.χ. το πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ᾽ Οίκον ΙΙ»). Στο κείμενο της συμφωνίας με τους θεσμούς υπάρχει, μάλιστα, πρόβλεψη για την έκδοση υπουργικής απόφασης που θα ορίζει ότι τουλάχιστον το 65% των εσόδων (από 60% που είναι σήμερα) από τις δημοπρασίες ρύπων, θα κατευθύνεται στον ΕΛΑΠΕ. Αυτό σημαίνει πρακτικά μεγαλύτερα έσοδα για τον ΕΛΑΠΕ και μεγαλύτερη ασφάλεια στις πληρωμές των ΑΠΕ ή υπό όρους ακόμη και ταχύτερη μείωση της χρέωσης προμηθευτή (ΠΧΕΦΕΛ).

Βέβαια, η άνοδος των τιμών των ρύπων αναμένεται να αυξήσει τα τιμολόγια ρεύματος της ΔΕΗ, αλλά και των εναλλακτικών παρόχων, καθότι το ρεύμα θα καθίσταται πιο ακριβό στην παραγωγή του. Ήδη, για τους καταναλωτές μέσης τάσης, τις βιομηχανίες, αλλά και τις αλυσίδες καταστημάτων, η χρέωση των δικαιωμάτων άνθρακα έχει αυξηθεί κατά πολύ, από την ΔΕΗ, από τα €2,5/MWh σε σχεδόν €12,0/MWh.

Οι υπόλοιποι πάροχοι ρεύματος – αν και δεν διαθέτουν ξεχωριστή χρέωση για τους ρύπους – έχουν, με τη σειρά τους, αναπροσαρμόσει ανοδικά τα τιμολόγια. Αναφορικά με τα οικιακά τιμολόγια, θεωρείται θέμα χρόνου και η δική τους αύξηση, αν και επί του παρόντος, κανείς δεν είναι σε θέση να υπολογίσει το πόση θα είναι και το πότε θα εφαρμοστεί, λόγω του αναμενόμενου πολιτικού κόστους που θα επιφέρει.

*Ο Δημήτρης Μεζαρτάσογλου είναι υπεύθυνος Μελετών του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ)