Τέλος στο πενταήμερο πτωτικό σερί (πολύ περιορισμένων απωλείων ωστόσο) έβαλε ο χρυσός, με το πολύτιμο μέταλλο να κλείνει σήμερα με άνοδο, παρά το ισχυρό δολάριο.

Η τιμή του συμβολαίου Απριλίου έκλεισε σήμερα με άνοδο 0,3% ή 4,30 δολ. στα 1.318,50 δολ. ανά ουγγιά.

Την ίδια ώρα, ο δείκτης δολαρίου -που παρακολουθεί το αμερικανικό νόμισμα έναντι ενός καλαθιού έξι σημαντικών νομισμάτων- ενισχυόταν κατά 0,1% στις 96,6 μονάδες.
Το ευρώ υποχωρούσε κατά 0,1% έναντι του δολαρίου, στο 1,133 δολ., ενώ η στερλίνα σημείωνε πτώση 0,2% στο 1,293 δολ.

Σε εβδομαδιαία βάση, ο χρυσός σημείωσε απώλειες 0,3%.

Οι πιέσεις στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές έστρεψαν τους επενδυτές στα ασφαλή καταφύγια.

Οι αγορές δέχονται πιέσεις από τις ανησυχίες για μια επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και εν μέσω των εμπορικών ανησυχιών.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ φέρεται να έχει δηλώσει πως δεν σχεδιάζει να συναντηθεί με τον Κινέζο ομόλογό του πριν από την 1η Μαρτίου, ημερομηνία που έχει οριστεί ως προθεσμία για την επίτευξη μιας νέας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

Επίσης, χθεσινό δημοσίευμα του «Politico» ανέφερε ότι ο Τραμπ αναμένεται να υπογράψει την επόμενη εβδομάδα μια εκτελεστική εντολή που θα απαγορεύει τον κινεζικό τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό από τα ασύρματα δίκτυα των ΗΠΑ, σε μια κίνηση που θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Σε περίπτωση που Κίνα και ΗΠΑ δεν συνάψουν νέα συμφωνία πριν από την 1η Μαρτίου, η Ουάσιγκτον αναμένεται να επιβάλει δασμούς έως 25% στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων.

Την ερχόμενη εβδομάδα, η εμπορική αντιπροσωπεία των ΗΠΑ αναμένεται να βρεθεί στον Πεκίνο, ενόψει του νέου γύρου των διαπραγματεύσεων, με την Ουάσιγκτον να παραμένει αισιόδοξη ότι θα υπάρξει συμφωνία.

Ο οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, Larry Kudlow, δήλωσε χθες ότι «υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση που πρέπει να διανυθεί» στις εμπορικές διαπραγματεύσεις ΗΠΑ – Κίνας.

Εν τω μεταξύ, η χθεσινή υποβάθμιση των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομία της Ευρωζώνης ενέτεινε τις ανησυχίες για μια επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης.