Μπορεί το 2022 να άφησε μια σχετικά «γλυκιά» γεύση στους επενδυτές, με το Χρηματιστήριο Αθηνών να υπερ-αποδίδει και να κλείνει με σωρευτικά κέρδη της τάξης του 4%, αλλά το 2023 βρίθει αβεβαιοτήτων και προκλήσεων, κάτι το οποίο καθιστά άκρως επιφυλακτικούς τους αναλυτές. 

Το ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήδη διανύουμε μια άτυπη προεκλογική περίοδο, η οποία θα κορυφωθεί (κατά πάσα πιθανότητα) στο β’ τρίμηνο του έτους, μας προδιαθέτουν για ένα αρκετά δύσκολο και ασταθές α’ εξάμηνο. 

Ήδη, αρκετοί traders θεωρούν ότι οι στηρίξεις των 900 – 920 μονάδων πολύ σύντομα θα «καταρρεύσουν», οδηγώντας τον Γενικό Δείκτη έως και τη ζώνη των 850 – 800 μονάδων, οι οποίες αποτελούν το βασικό στήριγμα της ελληνικής αγοράς.  

Ένα σενάριο, το οποίο αποκτά υψηλό βαθμό υλοποίησης, ιδίως εφόσον δεν υπάρξει «καθαρό» εκλογικό αποτέλεσμα και η νέα κυβέρνηση δεν εξασφαλίσει επαρκή πλειοψηφία, ώστε να έχει μια σχετικά «άνετη» τετραετία -παράγοντας άκρως σημαντικός για την πορεία της Λεωφόρου Αθηνών.  

Γι’ αυτό τον λόγο, οι ειδικοί σπεύδουν να «χωρίσουν» το 2023 σε δύο διαφορετικές περιόδους: Το «δύσκολο» α’ εξάμηνο και το «ελπιδοφόρο» β’ εξάμηνο. Εκτός φυσικά, αν προκύψει κάτι μη αναμενόμενο, όπως για παράδειγμα συνέβη πέρυσι με τον πόλεμο στην Ουκρανία. 

Η πολιτική αβεβαιότητα 

Η προεκλογική περίοδος -έστω και άτυπα- ήδη «μετράει» ορισμένους μήνες, ενώ εφόσον οι κάλπες στηθούν προς το Πάσχα, τότε θα μιλάμε για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών. Παρότι η Νέα Δημοκρατία θεωρείται το «φαβορί» για την εκλογική νίκη, υπάρχει αβεβαιότητα για το αν καταφέρει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση -είτε στις πρώτες εκλογές, είτε ακόμη και στις δεύτερες. 

Όλα αυτά, αναμφίβολα, αναμένεται να επηρεάσουν την ελληνική αγορά, με τους ξένους επενδυτές να τηρούν στάση αναμονής έως ότου διαπιστώσουν ότι η κάλπη θα οδηγήσει σ’ ένα σταθερό και βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα. Κι αυτό, δεν αποκλείεται να το γνωρίζουν μόνο στα τέλη του β’ τριμήνου (μετά τις επαναληπτικές εκλογές), με αποτέλεσμα οι όποιες επενδυτικές εξελίξεις να «παγώσουν» έως τότε.  

«Φρένο» στην ανάπτυξη 

Την ίδια στιγμή, δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η επιβράδυνση της ανάπτυξης, η οποία από τις υψηλές «πτήσεις» του 2022 (εκτιμήσεις για έως 6,2%) αναμένεται να «προσγειωθεί» πέριξ του 1% – 1,5%, με τις καταναλωτικές δαπάνες να «βυθίζονται» σημαντικά.

Παρότι πρόκειται για μία επίδοση αρκετά υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δεν παύει να ισούται με ένα απότομο και ισχυρό «φρένο», το οποίο δύναται να επηρεάσει δυσμενώς την εταιρική κερδοφορία και κατ’ επέκταση τις αποδόσεις των μετοχών.

Υψηλά επιτόκια, υψηλό κόστος δανεισμού

Μέσα σ’ όλα αυτά, οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν τη σφιχτή νομισματική πολιτική, διατηρώντας τα υψηλά επιτόκια καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του επίμονου πληθωρισμού, ο οποίος βέβαια δείχνει σταδιακά να αποκλιμακώνεται από τα πρόσφατα ιστορικά υψηλά.

Ωστόσο, τα σταθερά αυξημένα επιτόκια επιδρούν αρνητικά στην πορεία της ανάπτυξης, υπονομεύοντας τις προοπτικές της οικονομίας και «φουσκώνοντας» το κόστος δανεισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου ήδη βρίσκεται στο 4,5%, δηλαδή σε επίπεδα πολλαπλάσια του 2021.

Και είναι γνωστό ότι όσο υψηλότερο είναι το κόστος δανεισμού της χώρας, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιέσεις στο χρηματιστήριο. Το ίδιο ισχύει και με τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Η «ανατροπή» του β’ εξαμήνου

Από την άλλη πλευρά, οι αναλυτές σίγουρα διακρίνουν ορισμένους παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν την ελληνική αγορά να ορθοποδήσει και να δει επιτέλους τις 1.000 μονάδες. Κυρίως στο β’ μισό του 2023.

Η Goldman Sachs, για παράδειγμα, συγκαταλέγει την Ελλάδα στις αναδυόμενες αγορές, οι οποίες είναι πιθανό να πετύχουν διψήφια κέρδη εντός του 2023. Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, αυτή η αισιοδοξία εδράζεται στη σημαντική υποτίμηση των προηγούμενων ετών, η οποία δίνει περιθώριο ανόδου από 9% έως 11% σε βάθος 12μήνου για τον Γενικό Δείκτη.

Και πώς θα επιτευχθεί αυτό;

Μια ενδεχόμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση μιας σταθερής κυβέρνησης με προοπτική συμπλήρωσης της επόμενης τετραετίας, είναι αρκετά πιθανό να λειτουργήσουν ευεργετικά, πείθοντας τους ξένους να εμπιστευτούν την Ελλάδα. 

Παράλληλα, μια καλύτερη του αναμενομένου επίδοση της οικονομίας (μικρότερη επιβράδυνση, χαμηλότερος πληθωρισμός) θα μπορούσε να συνδράμει στην ανθεκτικότητα των εταιρικών και τραπεζικών μεγεθών. Ιδίως, αν αποφευχθεί -όπως και αναμένεται- ένα νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.  

Ας σημειωθεί, εξάλλου, ότι αυτήν τη στιγμή οι περισσότερες εισηγμένες θεωρούνται άκρως ελκυστικές σε σχέση με τις αντίστοιχες στην Ευρώπη. Σύμφωνα με ανάλυση της Jefferies, για παράδειγμα, οι ελληνικές μετοχές έχουν δείκτη P/E στο 7,4 (τιμή/κέρδη), δείκτη P/BV στο 0,88 (τιμή/λογιστική αξία) και μερισματική απόδοση 4,8%.  

Τις προσδοκίες για μια καλύτερη χρηματιστηριακή χρονιά δύναται να στηρίξουν και οι προσπάθειες για επίλυση του ουκρανικού ζητήματος, καθώς ενδεχόμενος τερματισμός των εχθροπραξιών θα βελτιώσει αισθητά το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, ωφελώντας πρόσκαιρα και την Ελλάδα.  

Διαβάστε ακόμη

Ανοιξιάτικες οι κάλπες – Eπικρατέστερο σενάριο για εκλογές τον Απρίλιο

Xωρίς ρεύμα και θέρμανση το Κίεβο μετά τις νέες ρωσικές επιθέσεις με drone-καμικάζι

Η πιο ακριβή και exclusive εμπειρία του 2023 κοστίζει 5 εκατ. δολάρια και είναι μόνο για έναν