Η Moody’s αναμένει ότι οι τιμές του πετρελαίου θα παραμείνουν ιδιαίτερα ευμετάβλητες φέτος, εν μέσω του χαμηλού επιπέδου των παγκόσμιων αποθεμάτων και μειούμενης πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας.

Καθώς οι παραγωγοί του ΟΠΕΚ+ συνεχίζουν να αυξάνουν και να αποκαθιστούν την παραγωγή που είχε μειωθεί εν μέσω χαμηλότερης ζήτησης το 2020, η ικανότητα των παραγωγών να εξομαλύνουν τις τιμές μειώνεται καθώς αυξάνονται οι κίνδυνοι.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις που επιτείνουν την αβεβαιότητα για την προσφορά ενισχύουν τις τιμές του πετρελαίου. Σε περίπου 90 δολάρια ανά βαρέλι, η τιμή του πετρελαίου αντανακλά ήδη την παρατεταμένη αβεβαιότητα σχετικά με την έκβαση των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ιράν, τους αυξανόμενους κινδύνους στη Μέση Ανατολή και τις εντάσεις στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας.

Κατά την άποψή τους, οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου δεν μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω της περιορισμένης ικανότητας των οικονομιών να απορροφήσουν το υψηλότερο κόστος του πετρελαίου και να συνεχίσουν να αναπτύσσονται.

Ένα επίμονα υψηλό κόστος του πετρελαίου θα παρεμποδίσει την οικονομική ανάπτυξη και θα επιταχύνει την υποκατάσταση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, οδηγώντας τις τιμές του πετρελαίου να πέσουν τελικά στην περιοχή τιμών επανεπένδυσης.

«Οι τιμές του πετρελαίου έχουν αυξηθεί κατά περίπου 20% σε πάνω από 90 δολάρια ανά βαρέλι από τις αρχές του 2022, υποδηλώνοντας υψηλή μεταβλητότητα των τιμών εν μέσω μιας σφιχτής παγκόσμιας αγοράς, η οποία αντανακλά την αυξανόμενη ζήτηση, την αβεβαιότητα σχετικά με την πρόσθετη προσφορά και την περιορισμένη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα», εξηγεί ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Moody’s.

Η επίμονη υποεπένδυση στην παραγωγή, η οποία περιορίζει την προσφορά και διατηρεί τις ισορροπίες της αγοράς σφιχτές, είναι ο κύριος παράγοντας των υψηλών τιμών του πετρελαίου. Αλλά οι υψηλές τιμές αντανακλούν επίσης τους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους, επισημαίνει η Moody’s.

«Μια κλιμάκωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή ή κατά μήκος των συνόρων Ρωσίας-Ουκρανίας πιθανόν να αυξήσει τα ασφάλιστρα κινδύνου και τις τιμές του πετρελαίου ακόμη περισσότερο. Το μεσοπρόθεσμο εύρος τιμών πετρελαίου 50-70 δολαρίων ανά βαρέλι είναι η εκτίμησή μας για τις τιμές που απαιτούνται για τη στήριξη των επανεπενδύσεων από τη βιομηχανία που πρέπει να αντικαθιστά συνεχώς τα παραγόμενα αποθέματα», υπολογίζει ο οίκος και συνεχίζει «στα τέλη του περασμένου έτους, αυξήσαμε το εύρος μας κατά περίπου 10%, αναμένοντας ότι ο πληθωρισμός του κόστους της εργασίας και των υλικών, καθώς και η αύξηση του ρυθμιστικού και κεφαλαιουχικού κόστους θα ανεβάσουν τις τιμές που απαιτούνται για να στηρίξουν την επανεπένδυση».

«Στα 90 δολάρια ανά βαρέλι, οι τιμές του πετρελαίου είναι πολύ πάνω από το μεσοπρόθεσμο εύρος τιμών μας, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι οικονομικές συνθήκες για την επανεπένδυση έχουν βελτιωθεί. Πιστεύουμε ότι η ανάλυσή μας σχετικά με τις δομές κόστους υποστηρίζει το μεσοπρόθεσμο εύρος τιμών και είναι βιώσιμη δεδομένης της ευρύτερης μακροοικονομικής μας προοπτικές μας.

«Αναμένουμε ότι οι τιμές του πετρελαίου θα είναι ευμετάβλητες και θα ταλαντεύονται εκτός του εύρους επανεπένδυσης όταν η αγορά εξισορροπεί. Τα κλαδικά στοιχεία δείχνουν μια σταδιακή ανάκαμψη των επενδύσεων κεφαλαίου και της προσφοράς το 2022, ενώ οι υψηλές τιμές του πετρελαίου συνυπολογίζουν επίσης μια χρονική υστέρηση 6-12 μηνών μεταξύ των επενδύσεων και της αύξησης της παραγωγής», υποστηρίζει η Moody’s.

Η ανάλυσή της για τις τιμές του πετρελαίου επικεντρώνεται κυρίως στη δυναμική της ζήτησης και της προσφοράς και υποθέτει ότι η προσφορά θα αρχίσει να ανταποκρίνεται στις υψηλές τιμές του πετρελαίου. Εκτός από ένα γεωπολιτικό ασφάλιστρο κινδύνου, υποθέτει επίσης ότι οι τιμές του πετρελαίου θα κυμαίνονται κατά μέσο όρο γύρω στα 75 δολάρια ανά βαρέλι φέτος και θα μειωθούν στα 68 δολάρια ανά βαρέλι το 2023, ενώ θα μειωθούν στο μέσο του εύρους μας τα επόμενα χρόνια.

Διαβάστε ακόμη

Ουκρανία: Ο άλλος «πόλεμος» – Η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας ξαναμοιράζεται

Μελέτη: Αυτές είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας στις καταναλωτικές συναλλαγές στην Ελλάδα