Του Δημήτρη Παφίλα

Στην χειρότερη στιγμή ήλθε η διόρθωση στις ελληνικές τράπεζες είτε εξαιτίας της κρίσης με την Βόρειο Κορέα, είτε λόγω της ανόδου του ευρώ έναντι του δολαρίου.

Όμως, χθες, αρκετοί ξένοι επενδυτές προχώρησαν σε άμεσες ρευστοποιήσεις στις ελληνικές τράπεζες, όχι λόγω του ευρω ή της Κορέας, αλλά γιατί φοβούνται ότι το επόμενο διάστημα θα έχαναν τα κέρδη τους. Σε ένα μήνα οι αγορές θα εισέλθουν στο τρίτο τρίμηνο, έτσι κανείς ξένος επενδυτής δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει ζημιές προς τους επενδυτές του.

Τα τρία τελευταία χρόνια η ελληνική αγορά είχε αρνητικές αποδόσεις, άρα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μια κακή χρονιά ακόμη, όταν ο Γενικός Δείκτης στο ΧΑ έχει γράψει απόδοση άνω του 30% μέχρι τώρα. Συνεπώς, οι πωλήσεις των ελληνικών τραπεζών ήλθαν σχεδόν αυτόματα από όλους όσοι επιδιώκουν να διατηρήσουν τα κέρδη τους, δίχως μάλιστα να περιμένουν να δουν τα αποτελέσματα του εξαμήνου.

Από την άλλη πλευρά, η πτώση στις ευρωπαϊκές αγορές αποδίδεται περισσότερο στην άνοδο του ευρώ στα 1,20 δολάρια, και όχι γιατί εκτόξευσε ένα πύραυλο η Βόρειο Κορέα. Η άνοδος πιέζει τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εταιρειών και μένει να δούμε πότε (σε ποιά επίπεδα τιμών) θα αποφασίσει να παρέμβει και με ποιο τρόπο. Τα χρηματιστήρια ανησυχούν περισσότερο από το ράλι του ευρώ και θα έχουν τα μάτια τους στραμμένα προς την ΕΚΤ την ερχόμενη εβδομάδα αφού δημιουργούνται μεγάλοι κίνδυνοι. Αν η ΕΚΤ αποσύρει άτσαλα το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων τότε θα βρεθούν εκτεθειμένα μια σειρά απο ομόλογα- κυρίως τα junk ομόλογα εταιρειών.

Δεν θα υπάρχουν αγοραστές και σε μια περίπτωση μαζικών πωλήσεων κανείς δεν θα ήθελα να σκεφθεί τις επιπτώσεις. Άλλωστε, ήδη, η πτώχευση της Αir Berlin έδωσε μια εικόνα. Η εταιρεία χαμηλού κόστους οδεύει προς πώληση κομμάτι – κομμάτι και οι ομολογιούχοι έχουν μείνει στο κενό ευνοώντας τις μεγαλύτερες εταιρείες, όπως την Lufthansa. Για να επιστρέψουμε στην ελληνική αγορά, εκτός από την κρίση με την Κορέα, αρκετοί επισήμαιναν ότι , πολλές μετοχές έχουν καταστεί «ακριβές». Μ’ άλλα λόγια έχουν τρέξει περισσότερο απ’ ότι υποδεικνύουν τα αποτελέσματα τους και η οικονομία. Επειδή λίγες ελληνικές εταιρείες μπορούν να διαφοροποιηθούν λόγω εξαγωγών ή κλάδου η συνέχεια θα εξαρτηθεί απο τα αποτελέσματα τους.

Σε ότι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, το “κλείδι” για πολλούς είναι η προσέγγιση των αγορών. Αν ξεκινήσουν να εκδίδουν ομόλογα και το επιτύχουν μ ένα κανονικό επιτόκιο μεταξύ 3-4% και ταύτοχρονα μειώνουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τότε θα υπάρχει μέλλον για τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές.