Σε όλη τη διάρκεια της θητείας της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να διαχειριστεί απανωτές και πολύπλευρες κρίσεις. Κρίση υγειονομική, εθνική, οικονομική, μεταναστευτική, ενεργειακή και, φυσικά, έναν πόλεμο στην Ευρώπη. Και όχι μόνο ανταπεξήλθε με επιτυχία στις πολλαπλές προκλήσεις, αλλά κατόρθωσε να παραδώσει σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο. Αυτό που αποτέλεσε εξαρχής «σημαία» του κυβερνητικού της προγράμματος και βασική δέσμευση απέναντι στους πολίτες.

Πράγματι, τριάμισι χρόνια μετά, η κυβέρνηση μπορεί να υπερηφανεύεται ότι πέτυχε εμβληματικές μεταρρυθμίσεις, που αναμόρφωσαν την Ελλάδα και την ανέδειξαν σε ένα κράτος με σύγχρονους θεσμούς και συντεταγμένες διαδικασίες.

Οδήγησε με άλματα την Ελλάδα στην Ψηφιακή εποχή, φέρνοντας μια πραγματική Ψηφιακή Επανάσταση– μόνο το 2022 έγιναν 1 δις ψηφιακών συναλλαγών με το κράτος, 100 φορές περισσότερο από το 2018. Βοήθησε τη Νέα Γενιά να ενταχθεί στην αγορά εργασίας, επιδοτώντας θέσεις πλήρους απασχόλησης. Αύξησε δύο φορές τον κατώτατο μισθό και σχεδιάζει ήδη την τρίτη. Αναμόρφωσε το ασφαλιστικό σύστημα, εκκαθαρίζοντας το σύνολο των εκκρεμών κύριων συντάξεων –αυτή τη διαχρονική πληγή-, ενώ θεσμοθέτησε και τον «ατομικό κουμπαρά» για κάθε νέο ασφαλισμένο για υψηλότερες και εγγυημένες συντάξεις. Έφερε μεγάλες επενδύσεις από τεχνολογικούς κολοσσούς, όπως η Microsoft, η Amazon, η Cisco και η Google, που δημιούργησαν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας ιδίως για εργαζόμενους υψηλών δεξιοτήτων. Θεσμοθέτησε το πρόγραμμα «Σπίτι μου», με συνολικά 140.000 ωφελούμενους οικονομικά ευάλωτους συμπολίτες μας, προβάλλοντας για πρώτη φορά ένα ουσιαστικό ανάχωμα στα ακριβά ενοίκια και τις υψηλές τιμές ακινήτων. Στήριξε την ελληνική οικογένεια και ιδίως την εργαζόμενη γυναίκα, επεκτείνοντας το Ολοήμερο Σχολείο, αυξάνοντας τα voucher για βρεφονηπιακούς σταθμούς και «νταντάδες της γειτονιάς». Αναδιάρθρωσε το ΕΣΥ και καθιέρωσε σύγχρονα προγράμματα υγειονομικής περίθαλψης, όπως το πρόγραμμα «Φώφη Γεννηματά».

Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των πολιτικών είναι όχι μόνο ο φιλελεύθερος χαρακτήρας τους αλλά κυρίως ο άμεσος κοινωνικός αντίκτυπός τους. Το μεγάλο κέρδος αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις είδαν απτή και ενίοτε μετρήσιμη βελτίωση στην καθημερινότητά τους, την επαγγελματική τους δραστηριότητα, τη ζωή τους. Γλίτωσαν χρόνο στις συναλλαγές τους με το δημόσιο. Απαλλάχθηκαν από κοστοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Απέκτησαν πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες καλύτερης ποιότητας. Οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες είδαν το εισόδημά τους να αυξάνεται. Οι οικογένειες βρήκαν ουσιαστική υποστήριξη από το κράτος σε σύγχρονες δομές ενός κοινωνικού κράτους.

Ένας πραγματικός εκσυγχρονισμός στον πυρήνα της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής, με επίκεντρο τον άνθρωπο και τη ζωή του.

Τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συντελεστεί, βέβαια, χωρίς την υποστήριξη του άξιου στελεχιακού δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης. Που ειδικά μέσα στην πανδημία κράτησε όρθιο τον κρατικό μηχανισμό, διευκόλυνε τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό του όσο και έκανε πράξη την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.

Με αυτή την παρακαταθήκη, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα συνεχίσει όχι μόνο να μεταρρυθμίζει και να αναμορφώνει το κράτος, αλλά κυρίως να ξαναχτίζει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολίτη. Γιατί μόνο έτσι η Ελλάδα θα πορευτεί ακόμα πιο ισχυρή, δυναμική και ακμάζουσα μπροστά στις νέες προκλήσεις.

*Ο Δημήτρης Κιρμικίρογλου είναι Τομέαρχης Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιας Διοίκησης Νέας Δημοκρατίας