Από τότε που ήμουν παιδάκι -και, φευ, έχουν παρέλθει χρόνοι πολλοί- θυμάμαι τον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου να είναι πλημμυρισμένος από φως. Δεν έχει σημασία εάν είχε ήλιο ή πυκνά σύννεφα ο ουρανός, εκείνη η ημέρα ήταν γεμάτη ελπίδα για τα όσα καταφέραμε μια σταλιά έθνος απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία. Σε όλο αυτό -ευτυχώς, για πολλούς από εμάς- δεν υπήρχε κανένας εθνικισμός, αφού η αισιοδοξία μας ήταν εμβαπτισμένη με το δόγμα «εάν παλέψεις πολύ, ακόμα και το φαινομενικά ακατόρθωτο μπορείς να το επιτύχεις». Ήταν κάτι σαν παρακαταθήκη που είχαμε και είχαμε αποφασίσει να την κουβαλάμε σαν αδιόρατο μπαρουτόβολο στις καρδιές μας.

Τότε, στα δικά μου τα χρόνια ως παιδί, οι δρόμοι γέμιζαν από ανθρώπους που είχαν απροσμέτρητη ευφορία σε σημαιοστολισμένους δρόμους για τις παρελάσεις, τότε γίνονταν αποδεκτοί ακόμα και οι δεκάρικοι λόγοι -άνευ ουσιαστικής σημασίας- από τις εξέδρες των επισήμων για το νόημα της γιορτής. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου ερχόταν να συμπληρώσει την εορταστική ατμόσφαιρα, ακόμα κι αν λίγες ώρες αργότερα ο αέρας γέμιζε με τηγανίλα από τον μπακαλιάρο και οι ανάσες πάλευαν να βγουν νικώντας τη σκορδαλιά. Τότε, μας συγκλόνιζαν τα λόγια που ακούγαμε στις ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες που μετέδιδε η κρατική τηλεόραση με πρωταγωνιστές τους ήρωες του 1821. Οι πιο ψαγμένοι δεν περιμέναμε τα σινέ καρέ για να συγκινηθούμε, είχαμε διαβάσει Ιστορία και είχαμε μάθει απέξω ολόκληρα εδάφια που βγήκαν από χείλη ηρώων. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια του Κολοκοτρώνη, τα οποία συμπυκνώνουν όλη την ουσία της εθνικής μας εξέγερσης: «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε ‘’πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα’’».

Από εκείνα τα χρόνια που ήμουν παιδάκι, είπαμε, έχει περάσει καιρός. Σήμερα, στην Ελλάδα του 2023 ο εορτασμός της επετείου γράφεται υπό το πέπλο της εθνικής τραγωδίας στα Τέμπη, με τις ευθύνες εκατέρωθεν -μπροστά στον θάνατο τόσων ανθρώπων- να ακούγονται σαν αραιές μπαταριές σε ραχούλες και με φόντο τις εκλογές, στις οποίες -έως τώρα- δεν διαφαίνεται μια εθνική διακυβέρνηση συνεργασίας για τη σωτηρία του τόπου. Η φετινή επέτειος δεν μπορεί να είναι φωτεινή με το κύμα ακρίβειας που χτυπά τους συμπολίτες μας – τα αποτελέσματα από την τελευταία έρευνα που πραγματοποίησε η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ) της ΓΣΕΕ είναι εμφατικά. Όταν εκεί αποτυπώνεται πως, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ο μέσος Έλληνας δεν μπορεί να συντηρήσει πλέον τη μόνιμη κατοικία του, ενώ έχει μειώσει τις φορές που κάνει… μπάνιο και πλέον δεν επιλέγει το κρέας στη διατροφή του, για ποια εθνική ανάταση μπορούμε να μιλήσουμε; Το σημαντικότερο είναι πως τη φετινή χρονιά οι πολίτες στην Ελλάδα όχι μόνο δεν διακατέχονται από καμία δόση ομονοίας, αλλά σφάζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (και) με φόντο τις επερχόμενες εκλογές.

Όλα τα παραπάνω και άλλα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητά μας, έρχονται ως την απόλυτη αντίφαση με το πραγματικό νόημα της επετείου του 1821. Με όλα αυτά που ζούμε και βιώνουμε, έχουμε ξεχάσει -και δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία αυτού του τόπου- πως ο αγώνας και η θυσία των αγωνιστών της «επανάστασης των ραγιάδων», που έλεγαν και λένε ακόμα κάποιοι Τούρκοι, αποτελεί ακλόνητο παράδειγμα εθνικής ομοψυχίας. Θα έπρεπε να μας θυμίζει, μέσα στους αιώνες, πως όταν διχαστήκαμε ως λαός μάς έφαγε το πηχτό σκοτάδι – πάσης φύσεως.

Με τα «θα», όμως, δεν γράφονται σελίδες στην Ιστορία και κάπως έτσι τώρα, όλοι, για διαφορετικούς λόγους, από άλλη οπτική, μπορούμε να ομονοήσουμε: ο φετινός εορτασμός της επετείου μάς βρίσκει να αναζητούμε στην ελεύθερη Ελλάδα εκείνη την παλιά δόξα, εκείνη τη χάρη που είναι δύσκολο να περιγράψεις με τα λόγια – και αυτό μας συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια. Κάποιος, εντελώς πεζά, θα έλεγε πως «ευτυχώς έχουμε πάντα τον μπακαλιάρο σκορδαλιά», αλλά έχετε δει σε ποιες τιμές έχει φτάσει κι αυτός; Και εδώ που βρισκόμαστε, αντί να θυμόμαστε τα διδάγματα από την ελληνική επανάσταση, αντί να αποδίδουμε την ύψιστη τιμή στα όσα έγιναν την 25η Μαρτίου 1821, διαβάζουμε τη συμφωνία από το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων με τη Βαρβάκειο για συγκράτηση της τιμής του ξαλμυρισμένου μπακαλιάρου!

Άλλωστε, το είχε γράψει και ο Ουγκώ: «Η φτώχεια οδηγεί στην επανάσταση, η επανάσταση στη φτώχεια». Και όλο αυτό δεν έχει καμία δόξα, καμία χάρη, Βίκτωρ…