Στην Ελλάδα οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ανεργία από 18% έως 22% για το 2020. Μέσα σε μία χρονιά, δηλαδή, θα χαθούν περίπου όσες δουλειές κερδήθηκαν την τελευταία τριετία.
Σε Ελλάδα και Ευρώπη, δίπλα στις τάσεις που προϋπήρχαν της πανδημίας, βλέπουμε να προστίθενται καινούριες.

Για παράδειγμα, η επισφάλεια αυξάνεται και δεν αφορά μόνο τα επαγγέλματα που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης, όπως νοσηλευτές, κούριερ, ντελιβεράδες, οδηγοί κ.ά. Αγγίζει πλέον τους αυτοαπασχολούμενους, τους επιστήμονες, τους μικρομεσαίους, τα στελέχη επιχειρήσεων, τους καλλιτέχνες. Ηδη στην Ελλάδα η ΠΝΠ Βρούτση και το πρόγραμμα «Συν-εργασία» με την πρόβλεψη «μισός μισθός για μισή δουλειά» έχουν προετοιμάσει το έδαφος για να γίνουν η μερική απασχόληση και η φτώχεια μέσα στην εργασία κανόνας.

Επιπλέον, είδαμε ότι η αυτοματοποίηση ή τηλεργασία είναι μια καλοδεχούμενη διέξοδος, αλλά δεν αφορά όλα τα επαγγέλματα, ούτε όλους τους εργαζομένους. Απαιτεί οργάνωση, τεχνολογική υποδομή, διαδικασίες και δεξιότητες, που περίπου το 60% των εργαζομένων και εταιρειών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν διαθέτει. Η προσαρμογή της στις ανάγκες ενός μεγαλύτερου μέρους της οικονομίας απαιτεί και τεχνολογική ετοιμότητα, αλλά και σεβασμό στην ιδιωτικότητα, στον χρόνο και τις ιδιαιτερότητες κάθε εργαζομένου, ώστε να γίνεται πιο παραγωγικός.

Νομοτελειακά, οι ανισότητες θα βαθύνουν. Η θέση της γυναίκας, των μεταναστών και των ευάλωτων ομάδων στον καταμερισμό εργασίας χειροτερεύει, μαζί με την καταπίεση που δέχονται εντός και εκτός σπιτιού. Κάποιοι εργαζόμενοι θα εκτεθούν στους κινδύνους της πανδημίας την τουριστική περίοδο, όπως και οι βιομηχανικοί εργάτες. Οι νεότεροι «ψηφιακοί ιθαγενείς» διατηρούν το τεχνολογικό προβάδισμα έναντι των μεγαλύτερων εργαζομένων. Οσοι νοσούν ή βρίσκονται σε καραντίνα πρέπει να προφυλάσσονται χωρίς να χάνουν τη δουλειά τους.

Επίσης, το κοινωνικό κράτος θα συμπιεστεί. Περισσότεροι άνεργοι, περισσότεροι υποαπασχολούμενοι μαζί με περισσότερους συνταξιούχους είναι ένα εκρηκτικό μείγμα για τα δημόσια ταμεία, τη χρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η παιδεία, η υγεία, η πρόνοια, η ασφάλεια. Χωρίς κοινωνικό διάλογο, με διαδικασίες έκτακτης νομοθέτησης και τα συνδικάτα αποδυναμωμένα, οδηγούμαστε σε μια μονομερή κατάργηση του κοινωνικού συμβολαίου, με τους εργαζομένους σε δυσμενέστερη θέση.

Βέβαια, όλα αυτά ξυπνάνε πολιτικά και ιδεολογικά αντανακλαστικά, κυρίως από τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο η θεσμοθέτηση μιας μορφής κοινωνικού μισθού στην Ισπανία, η επαναφορά της συζήτησης για το καθολικό εισόδημα, το «πρασίνισμα» των επενδύσεων στην Ιταλία, οι κοινωνικές ρήτρες για πρόσληψη ευπαθών ομάδων ή ανέργων σε δημόσια έργα ή ως εργατών γης, η επέκταση επιδομάτων των ανέργων, τα δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με κρατικές εγγυήσεις αφήνουν περιθώρια ελπίδας και εφαρμόζονται αποσπασματικά και από συντηρητικές κυβερνήσεις. Εχει συμβεί ξανά, άλλωστε, και στις αρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης, αλλά και μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Αν κρίνουμε και από την προηγούμενη οικονομική κρίση, το πρώτο κύμα ωμής κεϊνσιανικής παρέμβασης με κρατικό χρήμα διαδέχονται η απορρύθμιση, η λιτότητα και μεγαλύτερα κοινωνικά χάσματα. Αυτή τη φορά, όμως, μπορούμε να λειτουργήσουμε διαφορετικά. Επιδοτήσεις, δάνεια και εγγυήσεις να χρησιμοποιηθούν για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας και, γιατί όχι, να δημιουργήσουν νέες. Οχι για να καταλήξουν στις τσέπες των ιδιοκτητών, σε offshore ή σε αμφίβολης ποιότητας επενδύσεις. Μόνο έτσι θα βρεθούμε σε καλύτερο σημείο επανεκκίνησης την επόμενη μέρα.