Σπάνια δικαιώνει το όνομά της η κατά τα άλλα ατυχής –δανεισμένη από τις ΗΠΑ- έκφραση «State of the Union» («Κατάσταση της Ένωσης») που χρησιμοποιείται για την ετήσια ομιλία του/της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η φετινή, την περασμένη Τετάρτη, ήταν μια από τις σπάνιες: πρώτη τέτοια άσκηση μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τις πολλαπλές κρίσεις που επέφερε (οικονομική, γεωπολιτική, ενεργειακή), η ομιλία επιχείρησε να ρίξει λίγο φως –μερικές αποσαφηνίσεις και λίγες ενέσεις αισιοδοξίας– σε ένα γκρίζο και αβέβαιο περιβάλλον. Και αν η επιβεβαίωση της «μέχρι τέλους» στήριξης στην Ουκρανία δεν εξέπληξε κανέναν –αλλά ήταν κρίσιμο που ειπώθηκε τόσο καθαρά κι από τόσο επίσημα χείλη-, το ενεργειακό μέτωπο έκρυβε ένα τουλάχιστον καθοριστικό στοιχείο, που βγαίνει για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά στο προσκήνιο.

Εξοικονόμηση ενέργειας από όλες τις χώρες και σε συγκεκριμένο ποσοστό (που μάλλον θα φτάσει το 15%) – Διαφοροποίηση (decoupling) του ενεργειακού μίγματος – Καταφυγή σε ειδική φορολόγηση των ενεργειακών επιχειρήσεων (που μισοκρύβεται πίσω από την έκφραση «εισφορά αλληλεγγύης) – Εγκατάλειψη της ιδέας ενός «πλαφόν» στο ρωσικό αέριο: αυτές οι ήταν οι τέσσερις κεντρικές ιδέες, που μένουν να εξειδικευτούν και υλοποιηθούν από το Συμβούλιο, δηλαδή τα πάντα πρόθυμα να συμφωνήσουν επί της αρχής και πάντα δύσκολο να τα βρουν στις λεπτομέρειες κράτη-μέλη της Ένωσης. Το νέο στοιχείο ελλοχεύει εντός της «διαφοροποίησης»: ενώ αναμένονταν οι γνωστές γενικότητες περί απεξάρτησης από τις ρωσικές πηγές και ενίσχυσης των εναλλακτικών πηγών ενέργειας, η κυρία φον ντερ Λάιεν έκανε λόγο και για ίδρυση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας τράπεζας αποκλειστικά αφιερωμένης στην ανάπτυξη ενέργειας από υδρογόνο, το οποίο κάνει, έτσι, την επίσημη εμφάνισή του, και μάλιστα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, στην ευρωπαϊκή σκηνή.

Η χρησιμότητα του υδρογόνου ως ενεργειακού παραγώγου δεν ήταν άγνωστη, τον περασμένο μάλιστα Ιούλιο η Επιτροπή είχε εγκρίνει την έναρξη ενός σχετικού ερευνητικού προγράμματος και την «αποδέσμευση» δημόσιων κονδυλίων ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, ικανών να μοχλεύσουν, κατά την κλασική ευρωπαϊκή μέθοδο της «εποχής των κρίσεων», άλλα 9 περίπου από τον ιδιωτικό τομέα. Η συμπερίληψη, ωστόσο, στο «Λόγο περί της Κατάστασης», η ανακοίνωση για τη δημιουργία ειδικής τράπεζας (ενώ δεν υπάρχει αντίστοιχη για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας) και η άμεση έμπνευση από το παράδειγμα των ΗΠΑ, δείχνουν ότι το υδρογόνο περνά από τη συζήτηση πίσω από κλειστές πόρτες στα πάμφωτα σαλόνια της διεθνούς ενεργειακής (και γεωπολιτικής) αναζήτησης.

Χρειάζεται βέβαια περισσότερη έρευνα και πιο συγκεκριμένες προτάσεις, αλλά ίσως το υδρογόνο μπορεί να αποτελεί μέρος της λύσης, και μάλιστα «από το πουθενά», όχι μόνο για το πρόσκαιρο ενεργειακό πρόβλημα, αλλά και για τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής (βλ. “Can Green Hydrogen Save the Planet?”, στο τεύχος Σεπτεμβρίου του Foreign Affairs). Τα πλεονεκτήματα είναι, από πρώτη ματιά, τόσο συντριπτικά, που αναρωτιέται κανείς (γνωρίζοντας την απάντηση: σε πολιτικούς και επιχειρηματικούς ανταγωνισμούς) σε τι οφείλεται η ως τώρα σιωπή.

Το υδρογόνο είναι ζεστό και συγχρόνως ελαφρύ, δημιουργείται και φυλάσσεται εύκολα, στην «πράσινη» μορφή του δεν εκλύει καθόλου αέρια στην ατμόσφαιρα και έχει πολλές και ιδιαίτερα σημαντικές χρήσεις: από την παραγωγή ηλεκτρισμού, νερού (που και τα δυο είναι βέβαιο ότι σύντομα θα αποτελούν αγαθά εν ανεπαρκεία) και άλλων «καθαρών» καυσίμων, όπως η αμμωνία, ως τη δημιουργία προϊόντων από γυαλί, ατσάλι, τσιμέντο, πλαστικό για χρήσεις που εκτείνονται από την ενέργεια ως τις μεταφορές και από τη γεωργία ως τη βιομηχανία. Το «πράσινο» υδρογόνο, αυτό δηλαδή που παράγεται από αιολική, ηλιακή ή υδραυλική ενέργεια, έχει διπλά θετική επίδραση: παράγεται από «καθαρές» πηγές και δημιουργεί «καθαρή» ενέργεια, σε βαθμό που μπορεί μάλιστα –οι ρέκτες της «εντελώς ελεύθερης αγοράς» θα έλεγαν: δεν μπορεί παρά- να ανατρέψει το βασικό, σήμερα, μειονέκτημα, που είναι το σχετικό υψηλό κόστος.

Ήδη χώρες σαν τη Χιλή ή τη Ναμίμπια, με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνάψει επενδυτική συμφωνία πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, παράγουν υδρογόνο σε σχετικά μειωμένο κόστος, ενώ και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν θέσει σε εφαρμογή ειδικό πρόγραμμα για την παραγωγή και την προμήθεια από άλλες χώρες. Ίσως καθυστερημένα –δεν θα ήταν η πρώτη φορά- και η Ευρωπαϊκή Ένωση μπαίνει στο παιχνίδι, η δε χώρα μας, με τις ανεπανάληπτες αιολικές, ηλιακές και υδροηλεκτρικές δυνατότητες, θα είχε να κερδίσει πολλά διεκδικώντας ενεργό μερίδιο.

Προσοχή χρειάζεται, πάντως, ώστε η «διαφοροποίηση» να είναι πραγματική, δηλαδή το υδρογόνο να είναι μέρος και όχι το όλον μιας γενικής, ανηφορικής και μακράς πνοής προσπάθειας όχι απλώς «απεξάρτησης» αλλά νέας αρχής στο ενεργειακό πεδίο.