Θα πείτε, τι δουλειά έχουν τα μήλα με τις πατάτες…

Δεν έχουν, αλλά επειδή έχουμε μακρά παράδοση στη χώρα να αναλωνόμαστε με τα εφήμερα και δευτερεύοντα χωρίς να ασχολούμαστε ιδιαίτερα με τα μακροχρόνια και ουσιαστικά, καλό είναι να μη χάσουμε (και) αυτή τη φορά το δάσος για το δέντρο.

Οι πληγές που άνοιξε η υγειονομική κρίση του COVID-19 στην οικονομία μας δεν είναι ακόμα πλήρως ορατές, ούτε θα μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια όσο εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας.

Εχουν προκύψει ωστόσο ήδη ορισμένα βασικά συμπεράσματα τα οποία πρέπει επειγόντως να αναλυθούν, να τροφοδοτήσουν έναν ουσιαστικό διάλογο και ακολούθως να μετουσιωθούν σε προτάσεις πολιτικής και σε αποφάσεις.

Ενα πρώτο θεμελιώδες συμπέρασμα είναι ότι όσο περισσότερο «μονοδιάστατη» είναι μια οικονομία, τόσο λιγότερο ανθεκτική είναι σε απρόβλεπτα εξωγενή σοκ. Χρειάζονται αντίβαρα ώστε όταν ένας τομέας δοκιμάζεται, όπως εν προκειμένω ο τουρισμός και οι συναφείς δραστηριότητες, να μπορεί να συγκρατηθεί η επίπτωση στο ΑΕΠ και την απασχόληση.

Η πανδημική κρίση δεν άφησε καμία απολύτως οικονομική δραστηριότητα ανεπηρέαστη, καθώς τα μέτρα κοινωνικής απομόνωσης, η διακοπή των μεταφορών και το κλείσιμο -αναγκαστικό ή αναγκαίο- των επιχειρήσεων προκάλεσαν μια πρωτόγνωρη βίαιη ανατροπή και στην προσφορά και στη ζήτηση. Ωστόσο, ενώ ο τουρισμός επλήγη όπως ήταν φυσικό περισσότερο, το παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας είχε και έχει τη δυνατότητα να δείξει μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Ακόμα και αναπροσαρμόζοντας τη δραστηριότητά του προς την κάλυψη νέων αναγκών.

Σε ό,τι αφορά δε τις πιο εξωστρεφείς, τεχνολογικά προηγμένες και καινοτόμες επιχειρήσεις, που δυστυχώς δεν διαθέτουμε πολλές, μπορούν ακόμα και να διεκδικήσουν νέα μερίδια αγοράς στο πλαίσιο των ευρύτερων αναταράξεων και ανακατατάξεων στην παγκόσμια οικονομία.
Αυτά τα μαθήματα μας τα είχε ήδη διδάξει η οδυνηρή κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν αξιοποιήσαμε εκείνη την ευκαιρία για να θεμελιώσουμε τον αναγκαίο οικονομικό μετασχηματισμό.

Η πανδημική κρίση είναι μια δεύτερη ευκαιρία, η οποία φαίνεται ότι θα είναι και «χρυσή» εξαιτίας των ιστορικής σημασίας αποφάσεων που δρομολογούνται στο ευρωπαϊκό επίπεδο για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης της οικονομίας.

Στις 17 και 18 Ιουλίου οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε. θα επιχειρήσουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους γύρω από το προτεινόμενο από την Κομισιόν πακέτο-μαμούθ των 750 δισ. ευρώ (500 δισ. σε επιδοτήσεις και 200 δισ. σε δάνεια).

Ακόμα κι αν δεν καταφέρουν -όπερ και το πιθανότερο- να καταλήξουν αμέσως σε συμφωνία, είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα συμβεί, καθώς η πρόταση έχει τη σφραγίδα και την πλήρη υποστήριξη του γαλλογερμανικού άξονα.

Χρήματα λοιπόν θα υπάρξουν και θα είναι πολλά. Και μπορεί να μη συνοδευτούν με μνημόνια που προκαλούν ανατριχίλα, αλλά είναι εντελώς βέβαιο ότι δεν θα πρόκειται και για λευκή επιταγή. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν καταστήσει σαφές με όλους τους τρόπους και σε όλους τους τόνους ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα πρέπει να αξιοποιηθούν με τρόπο που θα υπηρετεί τους στρατηγικούς στόχους της Ενωσης, με σημαίες την ευρωπαϊκή «Πράσινη Συμφωνία» και την ψηφιοποίηση σε όλα τα επίπεδα.

Χρειάζεται λοιπόν ανασχεδιασμός ώστε να εκπονηθεί ένα εθνικό σχέδιο που θα υπηρετεί τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας με τρόπο που θα την καταστήσει πιο ανθεκτική, πιο παραγωγική, πιο εξωστρεφή και βεβαίως πιο βιώσιμη.