Αυτός ο στίχος του Σεφέρη φέρνει πάντα στον νου μου την Ελλάδα. Χώρα των ακραίων αντιθέσεων, ικανή για το καλλίτερο αλλά και για το χειρότερο. Μια χώρα μοναδικής φυσικής ομορφιάς αλλά και συχνά ακραίας ασχήμιας. Μια χώρα όπου το φως μπορεί να είναι αγγελικό αλλά και μαύρο. Όπου ορισμένοι άνθρωποι μεγαλουργούν και άλλοι μόνο αηδία και αγανάκτηση προκαλούν.

Το αγγελικό πρόσωπο της Ελλάδας είναι, εκτός από το συγκλονιστικό φυσικό κάλλος της, η πανάρχαια γλώσσα της, ο κλασικός πολιτισμός και η τέχνη της και η θερμή πατριωτική αίσθηση που γεννά σε όλους εμάς που αισθανόμαστε Έλληνες.

Το μαύρο πρόσωπό της θα μπορούσε να χωρέσει σε δύο λέξεις: «Ελληνικό Κράτος».

Με τον όρο Ελληνικό Κράτος εννοώ αυτόν τον τεράστιο και δαιδαλώδη μηχανισμό διοίκησης ο οποίος είναι η πηγή των περισσοτέρων δεινών που μας κατατρύχουν από τότε που η Ελλάδα απέκτησε ανεξάρτητη κρατική υπόσταση. Πολύ αφαιρετικά και σχηματικά αισθάνομαι ότι οι Έλληνες είναι χωρισμένοι στα δύο. Από τη μια μεριά είναι αυτοί που ζουν εντός των τειχών του κράτους, και από την άλλη αυτοί που βρίσκονται εκτός. Οι εντός των τειχών είναι μία πολύ συμπαγής ομάδα η οποία διοικεί τη χώρα και γενικώς έχει ως κύριο μέλημα τη διαιώνιση και τη διασφάλιση των υψηλών τειχών που την προστατεύουν και τη διαχωρίζουν από τους άλλους οι οποίοι βρίσκονται εκτός. Οι εντός έχουν σαφή προνόμια έναντι των άλλων, με κυριότερο την εργασιακή ασφάλεια, τη μονιμότητα και τις εγγυημένες αποδοχές. Αναφέρομαι στους πάσης φύσεως δημοσίους υπαλλήλους της Κεντρικής Διοίκησης, τους υπαλλήλους των κρατικών εταιρειών (πχ Ο.Σ.Ε.) τους υπαλλήλους της αυτοδιοίκησης και τους πάσης φύσεως συνδικαλιστές.

Ποιος είναι ο μεγάλος σύμμαχος όλων όσων βρίσκονται εντός των τειχών; Είναι η έλλειψη και η δυσλειτουργία θεσμών, η πολυνομία, η διάχυση της ευθύνης και η αδιαφάνεια. Και ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τους; Είναι ο εκσυγχρονισμός, η τυποποίηση και η απλούστευση των διαδικασιών, οι προδιαγραφές και η διαφάνεια.

Στη μέση μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων κοινωνικών ομάδων βρίσκεται η εκάστοτε Κυβέρνηση, η οποία συνήθως προσπαθεί να εξισορροπήσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα, για να μπορεί να έχει την ευρύτερη κοινωνική αποδοχή. Η παρούσα κυβέρνηση έκανε κάποιες αξιόλογες προσπάθειες προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της λειτουργίας του κράτους, αλλά μία ή δύο κυβερνητικές θητείες είναι πολύ λίγος χρόνος για να μπορέσει να αλώσει το οχυρό του κρατισμού. Κατά την πρώτη θητεία περιορίστηκε σε ορισμένες μάλλον επιδερμικές και ανώδυνες αλλαγές όπως η ψηφιοποίηση αρκετών συναλλαγών με το Δημόσιο οι οποίες όμως δεν θίγουν το βαθύ κράτος. Μπορεί να μειώνουν τις ουρές αναμονής των πολιτών στα δημόσια γκισέ, η κατάσταση όμως δεν αλλάζει διότι οι εντός των κρατικών τειχών ανθίστανται σκληρά.

Πέραν της ψηφιοποίησης ορισμένων διαδικασιών η Κυβέρνηση φάνηκε αδύναμη μπροστά στο βαθύ κράτος, αφού δεν κατάφερε να υλοποιήσει βασικές εξαγγελίες της όπως η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, η ομαλή λειτουργία των Πανεπιστημίων, και ο περιορισμός της παντοδυναμίας των συνδικαλιστών.

Η μόνη ίσως δραστική απάντηση κατά του κρατισμού και όλων των συνεπειών της, όπως η διαφθορά, ο χρηματισμός και η ρουσφετολογία είναι νομίζω οι ιδιωτικοποιήσεις. Συνήθως όταν λέμε ιδιωτικοποιήσεις εννοούμε τη μεταβίβαση κρατικών εταιριών στον ιδιωτικό τομέα όπως π.χ. της παλαιάς και αμαρτωλής Ολυμπιακής Αεροπορίας.

Όμως φαίνεται ότι οι αποκρατικοποιήσεις εταιρειών δεν αρκούν για να καταπολεμηθεί το βαθύ ελληνικό κράτος. Ίσως μία σκέψη θα ήταν και η αποκρατικοποίηση ορισμένων κρατικών λειτουργιών και αρμοδιοτήτων και η ανάθεσή τους στον ιδιωτικό τομέα για λογαριασμό του κράτους, υπό τον κατάλληλο κρατικό έλεγχο και εποπτεία. Βέβαια κάτι τέτοιο ακούγεται μάλλον αφελές σε μία χώρα όπου εκ του Συντάγματος τα Πανεπιστήμια είναι κρατικά όταν σε όλον τον Δυτικό Κόσμο τα καλλίτερα Πανεπιστήμια είναι ιδιωτικού δικαίου.

Πολλά ακόμη μπορεί να σκεφθεί κανείς επί του θέματος του κρατισμού. Ένα είναι όμως βέβαιο. Ότι για να υπάρξει οποιαδήποτε περαιτέρω πρόοδος σε αυτή τη χώρα, τα όποια νέα βήματα αναγκαστικά θα πρέπει να ψηφισθούν από τη Βουλή. Και προφανώς θα πρέπει η Βουλή να απαρτίζεται από βουλευτές υψηλού διανοητικού και μορφωτικού επιπέδου, οι οποίοι θα μπορούν να κατανοήσουν και να αξιολογήσουν τις όποιες προοδευτικές καινοτομίες που θα προσπαθήσει να εισαγάγει μία Κυβέρνηση, και να μην είναι απλά τυφλά φερέφωνα μιας δεδομένης κομματικής γραμμής.

Παρακολουθώντας κατά καιρούς διαφόρους βουλευτές όλων των κομμάτων να μιλάνε, έχω σχηματίσει την πεποίθηση ότι όσοι εξ αυτών διαθέτουν ένα ικανοποιητικό διανοητικό και μορφωτικό επίπεδο αποτελούν μάλλον τη μειονότητα. Ακόμη δε λιγότεροι είναι όσοι έχουν και μία επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας και δυνατότητα στοιχειώδους προφορικής έκφρασης.

Οπότε για να ευθυμήσουμε και λίγο, εγώ θα πρότεινα να καθιερωθεί μία απλή εξέταση ως προϋπόθεση για να μπορεί κανείς να διεκδικεί την εκλογή του στο βουλευτικό αξίωμα. Πρώτον, τη δυνατότητα κατανόησης ενός απλού κειμένου και, δεύτερον, τη στοιχειώδη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Εδώ για να προσληφθεί ένας απλός υπάλληλος γραφείου πρέπει να περάσει τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ.

Γιατί λοιπόν να μην υπάρχουν και στοιχειώδεις προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί κανείς να εκλεγεί βουλευτής, αλλά να αρκεί η αναγνωρισιμότης που εξασφαλίζει σε πολλούς η ιδιότης του πρώην ποδοσφαιριστή ή ηθοποιού;