Αν ο Ντόναλντ Τραμπ λάβει ποτέ το Νόμπελ Ειρήνης, μετά και την τελευταία πρόταση Νετανιάχου, η λέξη «ειρήνη» θα πρέπει να βρει νέο λεξικό. Το ίδιο και το βραβείο: να μετονομαστεί σε «Διπλωματική επίδειξη υποκρισίας». Η υποψηφιότητά του για ένα βραβείο που υποτίθεται ότι τιμά την προσφορά στην ειρήνη, την ανθρωπιά και τον διάλογο, αποτελεί ηθικό και πολιτικό παραλογισμό – όχι απλώς μια κακή ιδέα, αλλά μια διαστροφή του θεσμού.

Ο Τραμπ είναι ίσως ο πιο διχαστικός πρόεδρος στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ. Ρητορική μίσους, προτροπές σε βία, υπονόμευση θεσμών, ανατροπή διεθνών συμφωνιών, ξενοφοβικός λαϊκισμός και μια ανεξάντλητη ανάγκη αυτοπροβολής: αυτά είναι τα «ειρηνευτικά διαπιστευτήριά» του. Το ότι ο ίδιος αυτοπροτείνεται για το Νόμπελ, επικαλούμενος τις Συμφωνίες του Αβραάμ ή τις επαφές του με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, δεν αποτελεί απόδειξη ειρηνευτικής δράσης, αλλά εμμονικής ανάγκης για επιβεβαίωση – ας του μάθει κάποιος ότι η ειρήνη δεν έρχεται από τις selfie με δικτάτορες.

Η απονομή του Νόμπελ Ειρήνης υπήρξε πάντοτε πολιτικό γεγονός. Ωστόσο, η πολιτικοποίησή του έχει περάσει πολλές φορές τα όρια του γελοίου. Το 1973, το βραβείο απονεμήθηκε στον Χένρι Κίσινγκερ για την «ειρήνη» στο Βιετνάμ. Ο Κίσινγκερ, σύμβουλος και υπουργός Εξωτερικών του Νίξον, πρωταγωνιστούσε στις παρασκηνιακές μηχανορραφίες που παρέτειναν τον πόλεμο, ενώ παράλληλα ευθύνεται για μυστικούς και παράνομους βομβαρδισμούς σε Λάος και Καμπότζη. Ο άλλος βραβευμένος, ο Λε Ντουκ Θο, αρνήθηκε το βραβείο – προτιμούσε, όπως είπε, «να μη γίνει μέρος αυτής της υποκρισίας». Το 2009, ο Μπαράκ Ομπάμα έλαβε το Νόμπελ προτού προλάβει να φέρει οποιοδήποτε ειρηνευτικό έργο. Το αιτιολογικό της Επιτροπής ήταν οι «προθέσεις του». Ακολούθησαν στρατιωτικές επιχειρήσεις και επιθέσεις με στόχο την αμερικανική στρατιωτική ηγεμονία. Η πρόθεση, ως γνωστόν, δεν είναι πράξη – και η πράξη πολλές φορές ακυρώνει την πρόθεση. Ο Αχμεντ της Αιθιοπίας, που βραβεύτηκε το 2019 για την ειρήνη με την Ερυθραία, επιχείρησε αμέσως μετά εθνοκάθαρση στο Τιγκράι. Αν το Νόμπελ δεν είναι σε θέση να προβλέπει, τουλάχιστον ας μην εξευτελίζεται πιστοποιώντας πολιτικές προσωπικότητες με αβέβαιη ή καταστροφική πορεία.

Ταυτόχρονα, ακόμη χειρότερο από τα λάθος «ναι», είναι τα ανεκδιήγητα «όχι». Ο Μαχάτμα Γκάντι προτάθηκε πέντε φορές και ποτέ δεν τιμήθηκε. Δολοφονήθηκε το 1948, λίγο από πριν από την απονομή, και η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπήρχε «εν ζωή» κατάλληλος. Οπου αν ο Γκάντι δεν είναι το απόλυτο σύμβολο της μη βίαιης αντίστασης και της ειρήνης, τότε ποιο είναι; Όπως ειπώθηκε χρόνια αργότερα από την ίδια την Επιτροπή, η απουσία του Γκάντι είναι «η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία των Νόμπελ». Η ειρωνεία, επίσης, είναι ότι στο ίδιο ράφι βραβευμένων μπορούν να σταθούν η Μαλάλα Γιουσαφζάι και ο Κίσινγκερ, ο Ντένις Μουκουέγκε και ίσως… ο Τραμπ. Αυτή η συνύπαρξη ακυρώνει το ίδιο το μήνυμα. Το βραβείο παύει να είναι τιμή και μετατρέπεται σε διπλωματικό μετάλλιο, σε μέσο χειραγώγησης, ακόμη και προσωπικής υστεροφημίας. Η υποψηφιότητα Τραμπ, ειδικά μετά από δημόσιες δηλώσεις που παραπέμπουν ευθέως σε εθνοκαθαρτικές προτάσεις για τη Γάζα, είναι προσβολή για κάθε αληθινό ειρηνοποιό. Ο ίδιος δεν επιζητά την ειρήνη – επιζητά την αναγνώριση, το χειροκρότημα, το like σε παγκόσμια κλίμακα. Επειδή το Νόμπελ δεν είναι θεσμός επικοινωνίας. Ή, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε να είναι.

Ο θεσμός χρειάζεται ριζική αναμόρφωση. Διαφάνεια στη διαδικασία υποψηφιοτήτων, που σήμερα μένουν κρυφές για 50 χρόνια. Επιτροπές χωρίς πρώην πολιτικούς, αλλά με διεθνείς ειδικούς στα ανθρώπινα δικαιώματα. Και, κυρίως, αυστηρότητα. Οχι φωτογραφικές επιλογές. Οχι εύκολα πολιτικά μηνύματα. Η ειρήνη δεν είναι μοντέλο προβολής. Είναι στάση ζωής. Αν το Νόμπελ θέλει να επιβιώσει ως σύμβολο, πρέπει να πάψει να χαρίζεται. Και να θυμάται η τωρινή Επιτροπή απόδοσής τους ότι κάποτε δεν δόθηκε στον Γκάντι. Αν δοθεί στον Τραμπ, θα έχουμε περάσει όχι απλώς το σημείο χωρίς επιστροφή, αλλά το σημείο χωρίς σοβαρότητα. Κι όλα αυτά, ενώ «φάροι» ανθρωπισμού όπως η Ρόζα Παρκς, δεν βραβεύτηκαν ποτέ…