Το γραφείο του Μάριο Ντράγκι– ο οποίος, για όποιον/α έχει «μπερδευτεί» με τη νίκη της Μελόνι, παραμένει πρωθυπουργός της Ιταλίας ως τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης – διέψευσε το δημοσίευμα της Ρεπούμπλικα ότι πρόκειται να εγγυηθεί, στους ηγέτες των μεγάλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πως η Ιταλία δεν πρόκειται «να αλλάξει ρότα» με τη νέα πολιτική της ηγεσία. «Ο Ιταλός πρωθυπουργός δεν συμφώνησε και δεν δεσμεύτηκε να εγγυηθεί οτιδήποτε. Ο πρωθυπουργός έχει επαφές ανά τακτά διαστήματα με τους διεθνείς συνομιλητές με αντικείμενο τα κύρια θέματα κοινού ενδιαφέροντος και δεσμεύεται να εγγυηθεί μια ήρεμη μεταβίβαση της κυβερνητικής εξουσίας στο πλαίσιο των ορθών θεσμικών σχέσεων», ανέφερε χαρακτηριστικά το γραφείο του Ιταλού υπηρεσιακού πρωθυπουργού.

Αμφιβάλλει κανείς ωστόσο ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί; Και ότι η συμπεριφορά του θα πρέπει να αποτελέσει ενδεχομένως και ένα μάθημα και για το δικό μας πολιτικό προσωπικό;

Η Ιταλία είναι σε μέγεθος η τρίτη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, είναι η χώρα με το υψηλότερο δημόσιο χρέος – και επίσης, έχει αποκτήσει μία …παράδοση αντισυμβατικών κομματικών επιλογών στην κάλπη. Η επικράτηση της Μελόνι – με όλο το βάρος του μουσολινικού της υπόβαθρου – προκαλεί εύλογες ανησυχίες. Ωστόσο, η «εγγύηση» Ντράγκι μπορεί να λειτουργήσει και προς τις δύο πλευρές: τόσο προς το εξωτερικό, όσο και προς το εσωτερικό της γειτονικής μας χώρας.

Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί στη χώρα μας – όπου ναι μεν δεν υπάρχει στο προσκήνιο μία προσωπικότητα τύπου Ντράγκι, αλλά οι σχέσεις μεταξύ των κομμάτων είναι δηλητηριασμένες, σε σημείο που η εκάστοτε αντιπολίτευση να καταγγέλλει σε κάθε ευκαιρία την εκάστοτε κυβέρνηση ακόμη και στο εξωτερικό και η εκάστοτε κυβέρνηση να προτιμά κάθε φορά το κλείσιμο στο «κάστρο» που έχει χτίσει και διατηρεί.

Είναι πασιφανές ότι η διεθνής εικόνα κάθε χώρας επηρεάζεται από μία τέτοια – συνήθως καταστροφική- ατμόσφαιρα. Και ενόψει των εθνικών εκλογών, όποτε κι αν πραγματοποιηθούν, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μία ψυχολογία «ακυβερνησίας προσεχώς», με ευθύνη όλων – από την κυβέρνηση ως την αντιπολίτευση.

Τα θέματα των συνεργασιών τέθηκαν πρόωρα – για να «καούν», στην προσπάθεια των δύο μεγαλύτερων κομμάτων να πολώσουν το κλίμα, ώστε να «πιέσουν» τα μικρότερα κόμματα και ιδίως το ΠΑΣΟΚ, το οποίο αμυντικά απαντούσε «ούτε τον Μητσοτάκη, ούτε τον Τσίπρα» για την θέση του πρωθυπουργού. Μετά ήλθαν οι παρακολουθήσεις – και η προεξόφληση, πάλι από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, ότι ο Ανδρουλάκης δεν πρόκειται ποτέ να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία, οπότε το δίλημμα έγινε ακόμα πιο πιεστικό: Ένας από τους δύο «μεγάλους» ή το χάος.

Συμφέρει κάτι τέτοιο την χώρα σε μία στιγμή που σε όλη την Ευρώπη υπάρχει σε εξέλιξη ένας αδυσώπητος ενεργειακός πόλεμος που τον πληρώνουν οι κοινωνίες; Σε μία στιγμή που στην δική μας χώρα οι ξένες επενδύσεις- σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη- γνωρίζουν άνθηση, τι θα σήμαινε η παγίωση μίας εικόνας εν αναμονή ακυβερνησίας;

Όπως είναι γνωστό, ο εκλογικός νόμος που θα ισχύσει στις δεύτερες κάλπες, προβλέπει – με τα σημερινά δεδομένα ως προς τον αριθμό των κομμάτων στη Βουλή – το κατώφλι της αυτοδυναμίας στο 37 – 38%, δηλαδή ελάχιστα πιο κάτω από το ποσοστό της ΝΔ στις εκλογές του 2019. Η κοινή λογική λέει ότι μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, υπάρχει φθορά – γι’ αυτό άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζει το σκληρό δίλημμα και οι δημοσκοπήσεις επί του παρόντος δείχνουν ότι ενδέχεται να κερδίσει το στοίχημα. Με τι είδους αυτοδυναμία όμως; Είναι άλλο να κυβερνάς με 157 και άλλο με 151 – η εικόνα της κυβερνητικής σταθερότητας δεν είναι η ίδια.

Από την άλλη πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας θέτει το ίδιο δίλημμα ως προς τον εαυτό του – παρά το γεγονός ότι παραμένει καθηλωμένος στην δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων. Όμως έχει δίκιο ως προς το ότι αν βγει πρώτος στις κάλπες θα έχει το «πάνω χέρι» – αλλά το γεγονός ότι θέλει να συμπεριλάβει στους κυβερνητικούς συνομιλητές του π.χ. το κόμμα Βαρουφάκη μάλλον δεν του εξασφαλίζει την εικόνα που επιδιώκει για να προσεγγίσει ψηφοφόρους που αναμένουν άλλες «πλατφόρμες» προς την εικόνα πολιτικής σταθερότητας.

Κανείς δεν μπορεί να ζητήσει από κανέναν να αλλάξει την στρατηγική του προς τις κάλπες. Ωστόσο, οφείλουν όλα τα κόμματα να πάρουν το «μάθημα» από τον κ. Ντράγκι και να δεσμευτούν ότι την επόμενη μέρα η χώρα θα έχει ισχυρή κυβέρνηση, που θα διασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα. Είτε οι ψηφοφόροι «δείξουν» προς τις αυτοδύναμες λύσεις, είτε «τεστάρουν» με τη ψήφο τους τη δυνατότητα συνεργασίας των πολιτικών δυνάμεων…