Κατά παρόμοιο τρόπο, η ταχύτητα και το μέγεθος των απαιτούμενων αλλαγών που θα επέλθουν σε τομείς της οικονομίας και των επιχειρήσεων, αναμένεται να είναι εξίσου πρωτοφανή.

Σε όλο τον κόσμο παρατηρούνται καθημερινές δράσεις από μέρους κυβερνήσεων και υπερεθνικών οργανισμών, ενώ επιχειρήσεις θέτουν σε εφαρμογή πρακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης. Εκτός όμως των άμεσων δράσεων, με τις γενικευμένες αναταραχές σε παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, χρηματοπιστωτικές αγορές και αλλού, βλέπουμε τις διοικήσεις να εστιάζουν και σε κινήσεις που ενισχύουν
την ανθεκτικότητά τους έναντι μελλοντικών γεγονότων.

Με το ξέσπασμα της κρίσης και της περιορισμένης αρχικής εξάπλωσης της επιδημίας, το ενδιαφέρον εστιάστηκε στις επιπτώσεις ως προς την ανάπτυξη και την κερδοφορία, ενώ με την εμβάθυνσή της και τις επικείμενες γενικευμένες επιπτώσεις, το ενδιαφέρον κινήθηκε γρήγορα σε θέματα διαχείρισης ταμειακών ροών, προβλέψεων, επιχειρηματικής συνέχειας, απώλειας εργαζομένων και πελατών. Κατά παρόμοιο τρόπο, κυβερνήσεις και υπερεθνικοί θεσμοί όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επανακαθόρισαν τους στόχους και το μοντέλο λειτουργίας τους παραγκωνίζοντας μέτρα που στόχευαν στην οικονομική μεγέθυνση και αντικαθιστώντας τα με προστατευτικές δράσεις υπέρ της διατήρησης του υφιστάμενου οικονομικού και κοινωνικού κεφαλαίου.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, είναι λοιπόν αναμενόμενο και οι επιχειρήσεις να ανακατανέμουν τους πόρους τους, μετατοπίζοντας το βάρος στη διαχείριση κινδύνων, με δράσεις ενίσχυσης της ανθεκτικότητας σε κλυδωνισμούς. Σε αυτό το σημείο λοιπόν γίνεται επίκαιρη η θεωρία της ανθεκτικότητας, ιδιότητα των οργανισμών να αντέχουν σε απειλητικές αλλαγές του περιβάλλοντος, δείχνοντας ευελιξία, ανακάμπτοντας και αποκαθιστώντας βλάβες. Η ανθεκτικότητα έτσι, είναι ιδωμένη ως μια διαδικασία επαναφοράς του οργανισμού στην πρότερη κατάσταση. Χαρακτηριστικές δράσεις των επιχειρήσεων βάσει αυτού, σχετίζονται με τη διακυβέρνηση, τη διαχείριση καταστροφών, την ανάλυση των επιπτώσεων στην πελατεία, το ανθρώπινο δυναμικό και τις λειτουργίες και την ορθότερη εκτίμηση των παρεπόμενων κινδύνων, όπως ο χρηματοοικονομικός, συμμόρφωσης, λειτουργικός κ.α.

Με το ξέσπασμα των κρίσεων λοιπόν, παρατηρούμε μια ανακατεύθυνση των δράσεων, από το πεδίο της ανάπτυξης στο πεδίο της διαχείρισης κινδύνων, αναδεικνύοντας την ανθεκτικότητα ως κύριο παράγοντα επανόδου στην πρότερη κατάσταση.

Με τη συχνότητα όμως των κρίσεων και τη συστημική τους φύση, δίνεται ευκαιρία για μετάβαση σε ένα τρίτο στάδιο, αυτό της στρατηγικής ανθεκτικότητας.

Η στρατηγική ανθεκτικότητας, που ενέχει ένα μακροπρόθεσμο στοιχείο, υπαγορεύει την ανάπτυξη συστημάτων εντός των επιχειρήσεων, τέτοιων που να τις θωρακίζει μακροπρόθεσμα έναντι απειλών, έχοντας από τη μια πλευρά ένα μόνιμο χαρακτήρα μηχανισμών ανάνηψης κι από την άλλη πλευρά, όντας καθολική και άρα μη εξειδικευμένη, κατάλληλη να σταθεί απέναντι στις ποικίλες απειλές που ένα σύστημα περιορισμένου εύρους είναι αδύνατο να αντιμετωπίσει. Σε αυτή την κατεύθυνση, ως απάντηση στην επιδημία θα δούμε δράσεις σχετικές με την εύρεση νέων ευκαιριών σε ταραχώδεις αγορές, την προώθηση εξαγορών και συγχωνεύσεων, την ανάπτυξη νέων προϊόντων, την προώθηση της καινοτομίας και την τάση μιας γενικευμένης αναδιάρθρωσης των αναγκών, η οποία παρουσιάζει χαρακτηριστικά δημιουργίας, παρά καταστροφής.

Με την έλευση της επιδημιολογικής κρίσης, έρχεται κατά νου η έννοια του “Antifragile” (σε ελεύθερη μετάφραση Αντιεύθραυστο), από το ομώνυμο βιβλίο του Νασίμ Ταλέμπ. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η «αντιευθραυστότητα» είναι υπεράνω της ανθεκτικότητας. Το ανθεκτικό αντιστέκεται στα σοκ και επανέρχεται στην αρχική κατάσταση. Το αντιεύθραυστο βελτιώνεται. Αυτή η ιδιότητα βρίσκεται πίσω από κάθε τι εξελίσσεται, όπως συστήματα, τεχνολογίες και επιχειρήσεις.

Εξάλλου όπως λέει ο συγγραφέας, η αντιευθραυστότητα καθορίζει το όριο μεταξύ ζωντανών, σύνθετων οργανισμών, όπως άνθρωποι και επιχειρήσεις και των φυσικών αντικειμένων από την άλλη. Όσο θεωρητικά ακούγονται τα προηγούμενα, οι αλλεπάλληλες, μη-προβλέψιμες και με διαφορετικές αφετηρίες κρίσεις, καθιστούν την ανάγκη δημιουργίας μιας κουλτούρας αποδοχής του απρόβλεπτου και της δημιουργίας ενός συστήματος «μη-προβλεπτικής» λήψης αποφάσεων έναντι συστημικών γεγονότων, μετατρέποντας τα σοκ σε ευκαιρίες ώθησης προς τα μπρος.

*Κωνσταντίνος Τσερμενίδης: Supervising Senior, Συμβουλευτικό Τμήμα, KPMG