Σε ελάχιστες ώρες από τώρα κλείνει επισήμως η προεκλογική περίοδος των δύο «ημιχρόνων» που, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, έκρυβε περισσότερες από τις αναμενόμενες εκπλήξεις. Παρότι η Νέα Δημοκρατία για παράδειγμα φαινόταν από πολύ νωρίς ότι έμπαινε στη μάχη με ασφαλές προβάδισμα, ουδείς μπορούσε να προβλέψει με χαρακτηριστική άνεση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθούσε με 20 μονάδες διαφορά στην πρώτη κάλπη- ούτε ότι μέχρι το …παραπέντε και της δεύτερης κάλπης δημοσκόποι και άλλοι ειδικοί θα δυσκολεύονταν τόσο πολύ να περιγράψουν το πιθανότερο σενάριο ως προς την είσοδο των μικρότερων κομμάτων στη Βουλή.

Σε κάθε περίπτωση, η προσεχής Κυριακή έρχεται να επιβεβαιώσει επί της ουσίας: πρώτον την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στο πολιτικό σκηνικό, δεύτερον τις έντονες «μετατοπίσεις» στο χώρο της κεντροαριστεράς και τρίτον τη διαμάχη μικρότερων κομμάτων, που βρίσκονται κυρίως στα δεξιά της ΝΔ. Είναι προφανές ότι μέσα στην τετραετία, από το 2019 μέχρι σήμερα, έχουν σημειωθεί ενδιαφέρουσες αλλαγές στις τάσεις της κοινής γνώμης: για πρώτη φορά, κυβερνητική παράταξη όχι μόνο διατηρεί την πρωτιά αλλά καταφέρνει να αυξήσει σημαντικά τις δυνάμεις της και την ίδια στιγμή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταγράφει οδυνηρή ήττα στην (πρώτη) κάλπη. Και στη δεύτερη;

Το πλέον πιθανό σενάριο είναι ότι η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη ετοιμάζεται από τη Δευτέρα να κυβερνήσει ισχυρά αυτοδύναμα και να προχωρήσει, χωρίς καθυστερήσεις, σε κινήσεις που προεξοφλούν οι προεκλογικές της περιγραφές. Στελέχη όλων των κομμάτων αντιλαμβάνονται ότι στο νέο τοπίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει ισχυρή εκπροσώπηση στη Βουλή– ανεξαρτήτως του αριθμού των κομμάτων που τελικά θα περάσουν τον πήχη του 3%. Μάλιστα ο ίδιος ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας σε πρόσφατη συνέντευξή του «βλέποντας» προς την πλευρά των κομμάτων της αντιπολίτευσης εκτίμησε ότι με αυτά τα …δεδομένα, ίσως χρειαστεί το κόμμα του να αναλάβει και το ρόλο της …αντιπολίτευσης. Το σίγουρο είναι ότι ένα ισχυρό αυτοδύναμο αποτέλεσμα (στα γκάλοπ φαίνεται ότι ίσως ανέβει από το 40, 79% στο 42-43%) δεν απαλλάσσει τη Νέα Δημοκρατία από την καθημερινή και σκληρή κριτική των πολιτών, καθώς η συγκυρία (η ακρίβεια, η ανεργία, η κατάσταση στα νοσοκομεία και άλλα) δεν δίνει το ίδιο απλόχερα περίοδο χάριτος. Συγκροτεί αντιθέτως ένα απαιτητικό περιβάλλον, στο οποίο η κυβέρνηση που θα προκύψει οφείλει να προσέλθει με σαφές σχέδιο, προτεραιότητες και χρονοδιάγραμμα.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ η προσεχής Κυριακή ενδέχεται να κρύβει και νέες εκπλήξεις, υπό την έννοια ότι στόχος της Κουμουνδούρου αναμφίβολα είναι να αποτρέψει καταρχάς νέα πτώση των ποσοστών και να δείξει ότι «αντέχει» για μια πολλά υποσχόμενη επανεκκίνηση. Εάν κοιτάξει πάντως κάποιος πίσω στο 2019 θα δει ότι η αναλογία ΣΥΡΙΖΑ- ΠΑΣΟΚ ήταν 1:4 (η Κουμουνδούρου είχε καταγράψει 31,5% και το ΚΙΝΑΛ 8,1%), ενώ στην πρόσφατη κάλπη της απλής αναλογικής η αναλογία έπεσε λιγότερο από το 2:1– πράγμα που σημαίνει ότι έχει ήδη ξεκινήσει ένα σκληρό μπρα ντε φερ μεταξύ των δύο κομμάτων για την «πρωτοκαθεδρία» στο χώρο της κεντροαριστεράς ή αλλιώς των αντιπάλων της Νέας Δημοκρατίας που έχει εν τω μεταξύ μπει για τα καλά στη μάχη του Κέντρου. Το ερώτημα προφανώς που προκύπτει είναι αν η «συμπεριφορά» των ψηφοφόρων την προσεχή Κυριακή θελήσει να δώσει καθαρές απαντήσεις για το πως βλέπει το ρόλο των δύο κομμάτων την «επόμενη μέρα» ή αν παραμείνει στα μηνύματα της πρώτης κάλπης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας το βράδυ της Κυριακής, αναλόγως του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ και των συσχετισμών που θα διαμορφωθούν στο πεδίο της κεντροαριστεράς, θα προαναγγείλει σειρά πρωτοβουλιών το «αποτύπωμα»  των οποίων θα κριθεί σύντομα σε νέες κάλπες, στις αυτοδιοικητικές τον Οκτώβρη και στις ευρωπαϊκές εκλογές τον επόμενο Μάη.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης από την άλλη πλευρά φιλοδοξεί ότι το βήμα της Κυριακής που θα κάνει το ΠΑΣΟΚ την Κυριακή θα είναι σαφώς μεγαλύτερο με εκείνο της πρώτης κάλπης. Το 11,5% ήταν αναμφίβολα ένα ενθαρρυντικό για το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσμα και το εγχείρημα της «επιστροφής» στην «πρωτοτοκαθεδρία» της κεντροαριστεράς. Από κει και πέρα ανοίγονται τρία σενάρια για το ΠΑΣΟΚ και τον κ. Ανδρουλάκη.

Το πρώτο σενάριο που δεν αποκλείεται φυσικά (αν και δεν είναι βάσει των γκάλοπ το επικρατέστερο) είναι το ΠΑΣΟΚ να πέσει κάτω από το 11,5% που έλαβε στον πρώτο γύρο- να κινηθεί δηλαδή, γύρω στο 10%. Η σχετική πρόβλεψη συνδέεται με μια μικρή ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ ή με μια νέα «διαρροή» προς τη ΝΔ. Εάν το ΠΑΣΟΚ συναντήσει αυτό το ενδεχόμενο, θα είναι καταρχάς σα να δίνει το ίδιο, το … φιλί της ζωής στον ΣΥΡΙΖΑ, που προσβλέπει στην αύξηση των ποσοστών του από πασοκογενείς ψηφοφόρους.

Το δεύτερο σενάριο αφορά στο ενδεχόμενο να παραμείνει το ΠΑΣΟΚ στα ίδια «κυβικά»– να διατηρήσει πάνω-κάτω το ποσοστό του Μάη και την απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν συνιστά ήττα, όχι όμως και καθαρή ψήφο εμπιστοσύνης των πολιτών στο ΠΑΣΟΚ για την διεκδίκηση αλλαγής πίστας. Υπάρχει βέβαια και ένα τρίτο σενάριο για το οποίο μιλούν ανοιχτά τα πιο αισιόδοξα στελέχη του ΠΑΣΟΚ: πρόκειται για την εξασφάλιση ενός ποσοστού γύρω ή πάνω από 13%- 14%, ως αποτέλεσμα της προεκλογικής μάχης κυρίως με τον ΣΥΡΙΖΑ.  Είναι αυτονόητο ότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο στις κάλπες, σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ θα έχει καταφέρει να διευρύνει περαιτέρω και σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ τη δυναμική του σε περιοχές, που είχε ποντάρει εξαρχής, όπως στην Κρήτη. Αλλά οι «εκπλήξεις» δεν είναι πάντα θετικές για τα κόμματα…