Πολύς λόγος τελευταία για την προτελευταία θέση της Ελλάδας στο μέσο πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων όπως το καταγράφουν οι εκθέσεις της ΕΕ. Είμαστε όμως όντως οι φτωχότεροι πολίτες της Ευρώπης; Κι αν ναι, πώς δικαιολογείται το επίπεδο ζωής που διατηρεί το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, αν εξαιρέσουμε φυσικά ένα 20-25% του πληθυσμού που είναι με βάση τις φορολογικές του δηλώσεις κάτω από τα όρια της φτώχειας. Κι αλήθεια, οι φορολογικές δηλώσεις που κάνουμε, αποτυπώνουν όντως την πραγματική οικονομική μας κατάσταση ή μήπως όχι;

Η απάντηση ενδεχομένως να κρύβεται στη λεγόμενη παραοικονομία ή «μαύρη οικονομία» η οποία με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας κινείται περί το 30% του ΑΕΠ. Ήτοι πάνω από 60 δισ. ευρώ, ετησίως, κινούνται κάτω από τα ραντάρ των ελεγκτικών μηχανισμών, κρατούν ζωηρή την ιδιωτική κατανάλωση και γυρίζουν από τσέπη σε τσέπη.

Παρότι τα τελευταία χρόνια με την επέκταση της χρήσης καρτών και POS και την απαγόρευση της χρήσης μετρητών πάνω από 300 ευρώ, οι Έλληνες πάντα βρίσκουν τρόπο να χρησιμοποιούν μετρητά και να τα «ασπρίζουν» με χίλιους δυο τρόπους. Στα καταστήματα, για παράδειγμα, που δεν μπορούν να μην κόψουν αποδείξεις, κόβουν πολλαπλές αποδείξεις μέχρι του επιτρεπόμενου ορίου μετρητών. Πέραν όμως από τα καταστήματα, υπάρχουν και οι καθημερινές συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων που είναι σχεδόν αδύνατον να ελεγχθούν και το κίνητρο είναι η αποφυγή του υψηλού ΦΠΑ 24%.

Ενός ΦΠΑ που αφαιρεί αγοραστική δύναμη από τον καταναλωτή χωρίς κάποιο ανταποδοτικό κίνητρο πέραν της ηθικής ικανοποίησης, πως ναι μεν πληρώνω 24% ακριβότερα τις υπηρεσίες που αγοράζω από τον τεχνίτη, τον δικηγόρο, τον γιατρό κ.λπ. πλην όμως κι αυτός υποχρεώνεται με βάση την απόδειξη που εκδίδει, να δηλώσει περισσότερα έσοδα και άρα να φορολογηθεί ανάλογα.

Φθάνει όμως αυτό το ηθικό κίνητρο που ναι μεν, μας κατατάσσει στους νομοταγείς και υπεύθυνους πολίτες πλην όμως μας κάνει φτωχότερους; Προφανώς όχι. Έτσι, στις αγορές σπιτιών, στο συμβόλαιο φαίνεται η αντικειμενική αξία του ακινήτου και η διαφορά με την εμπορική τιμή την οποία καλείται να πληρώσει ο αγοραστής συμφωνείται και δίνεται σε μετρητά, τα οποία είτε τα έχει σε θυρίδα ή κρυψώνα στο σπίτι είτε τα σηκώνει από τον τραπεζικό λογαριασμό γιατί δεν απαιτείται αιτιολόγηση.

Ο πωλητής ή ο εργολάβος στη συνέχεια είτε αγοράζει άλλο οικόπεδο πληρώνοντας από αυτά τα «μαύρα» τη διαφορά αντικειμενικής και εμπορικής και εκπληρώνει μια σειρά από υποχρεώσεις από πληρωμές εργατών μέχρι προσωπικές ανάγκες κατανάλωσης και πάει λέγοντας. Η «αξία» όμως του μαύρου χρήματος είναι πως αυτό κινείται και μαζί του κινείται η αγορά συμβάλλοντας στο να φαινόμαστε μεν στα χαρτιά οι φτωχότεροι της Ευρώπης πλην όμως στην πραγματικότητα, κάπως καλύτερα τα καταφέρνουμε.

Θα φανεί αστείο αλλά το ξέρετε πως τα χιλιάδες άτομα που εργάζονται ως σερβιτόροι, ντελιβεράδες κ.λπ. εκτός από τον χαμηλό μισθό που τους δίνει ο εργοδότης τους, αποκομίζουν άλλα τόσα κι ίσως και περισσότερα από τα tips τα οποία δεν φαίνονται στη φορολογική δήλωση; Είναι τυχαίο μήπως πως στις ΗΠΑ που το πουρμπουάρ είναι και υποχρεωτικό αλλά και φορολογείται κανονικά γιατί πληρώνεται μέσω κάρτας;

Σαφώς και δεν είναι λύση να φορολογήσουμε κι εμείς τα πουρμπουάρ, αλλά σκεφτείτε πόσες και πόσες συναλλαγές κάνουμε χωρίς να μας περάσει καν η σκέψη για απόδειξη κι όλα αυτά είναι κομμάτι της μαύρης οικονομίας του 30% που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.

Θα μπορούσε ενδεχομένως να περιοριστεί η μαύρη οικονομία, αν άρχιζε σταδιακά η αποκλιμάκωση του ΦΠΑ ώστε να πάψει να αποτελεί ισχυρό κίνητρο αποφυγής των αποδείξεων. Πιο δραστικό όμως θα ήταν η επιβράβευση με κάποιον τρόπο των φορολογουμένων με βάση τις αποδείξεις που συγκεντρώνουν από υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους και πάσης φύσεως τεχνίτες ή δικηγόρους, γιατρούς κ.λπ. Να εκπίπτει μέρος ή όλο του ποσού που δαπανά ο φορολογούμενος από το φορολογητέο του εισόδημα. Και, προσοχή, δεν μιλάμε για το σύνολο των αποδείξεων που κόβει ο καθένας μας, αλλά από συγκεκριμένους κλάδους που αντικειμενικά δηλώνουν πολύ λιγότερα από αυτά που στην πραγματικότητα εισπράττουν.