Η εγκαθίδρυση του θεσμού του «χρυσού διαβατηρίου» στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η τύχη του μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία συνιστούν μια πολλαπλώς διδακτική ιστορία. Η ιδέα -επενδύεις (πολλά) χρήματα σε μια χώρα και παίρνεις ιθαγένεια ή άδεια διαμονής- ήταν προβληματική εξαρχής, σε βαθμό που οι σημερινές «συστάσεις» της Επιτροπής για κατάργησή της να έχουν κάτι το υποκριτικό. Από την άλλη, ακόμα κι έτσι, το ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση το «ξανασκέφτεται» μπορεί να εκληφθεί και ως επίδειξη δημοκρατικών αντανακλαστικών.

Η αλήθεια είναι ότι η Επιτροπή ποτέ δεν είδε με καλό μάτι αυτόν τον τρόπο εισδοχής στον ευρωπαϊκό νομικό, και γεωγραφικό, χώρο. Το ότι δεν είχε βρεθεί ως τώρα τρόπος απαγόρευσης ενόψει των αγαθών που διακυβεύονταν, με πρώτα την ισότητα (από πού κι ως πού ο πλούτος μπορεί να συνιστά λόγο απόκτησης προνομίων που κανονικά ανήκουν σε πολίτες ενός δημοκρατικού χώρου;) και την ασφάλεια (δεν είναι ακριβώς σπάνιο το χρήμα να χρησιμοποιείται για «ξέπλυμα» παρανομιών), δεν είναι ακριβώς περίεργο. Συνιστά μάλλον απόρροια της «αρχής της επικουρικότητας» και της ιδιαίτερα ευρείας ερμηνείας της προκειμένου περί παν το οικονομικόν και εμπορικόν.

Οι όροι για την παροχή των δικαιωμάτων και ο αναγκαίος έλεγχος ανήκουν στα κράτη-μέλη, μερικά από τα οποία έκαναν κανονικές μπίζνες με επίκεντρο τα «χρυσά διαβατήρια». Μάλτα, Βουλγαρία και Κύπρος συνέδεσαν τις «επενδύσεις» (2 εκατομμύρια κατ’ ελάχιστον στην Κύπρο) κατοίκων τρίτων χωρών (που ως δια μαγείας αποδείχθηκε ότι προέρχονταν κυρίως από τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες χώρες με αυταρχικά καθεστώτα) με την απόδοση ιθαγένειας, ενώ άλλες 12 χώρες της Ένωσης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (που είτε δεν δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα, είτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν το ξέρει), «προσέφεραν» κάτι λιγότερο: μακροχρόνια ή μόνιμη διαμονή.

Αλλά και αυτή έδινε το βασικό ζητούμενο: δυνατότητα προσπορισμού των «τεσσάρων ελευθεριών» που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό χώρο (ελεύθερη κίνηση ατόμων, αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων), και κυρίως της φυσικής μετακίνησης και της οικονομικής δραστηριοποίησης (λίγοι από τους κατόχους «χρυσών διαβατηρίων» ενδιαφέρονται να δουλέψουν ή να προσφέρουν υπηρεσίες στην Ένωση).

Στις αρχές Απριλίου, και με αφορμή την επιβολή κυρώσεων σε αρκετούς (περίπου 30 κατά τις ευρωπαϊκές αρχές) Ρώσους «ολιγάρχες», που ανακαλύφθηκε ότι κατείχαν «χρυσά διαβατήρια» (έναν παραδέχτηκε η Κύπρος, κανέναν η Μάλτα, «εξετάζει» τη 200άδα της η Βουλγαρία), η Επιτροπή συνέστησε την πλήρη κατάργηση του θεσμού και την ανάκληση των διαβατηρίων. Αν η για το μέλλον κατάργηση δεν παρουσιάζει νομικό πρόβλημα (η Κύπρος ανακοίνωσε ότι θα το πράξει, η Μάλτα ότι θα αναστείλει το θεσμό, η Βουλγαρία και αυτό το «εξετάζει»), η ανάκληση, ειδικά για τους μη ευρισκόμενους σε λίστα κυρώσεων ή σε άλλη θέση αποδεδειγμένης παρανομίας, δεν μπορεί να είναι αυτόματη: «κράτος δικαίου» θα πει σεβασμός δικαιωμάτων, ακόμα κι αν αυτά αποκτήθηκαν νόμιμα μεν, μη «ηθικά» δε. Οι χώρες που έκαναν τέτοιες μπίζνες έπρεπε να σκεφτούν τα ζητήματα ηθικής στην ώρα τους, δηλαδή πριν βγάλουν τους συγκεκριμένους νόμους και δώσουν τα συγκεκριμένα δικαιώματα. 130.000 άτομα, κατά την Επιτροπή, επωφελήθηκαν από τέτοια «προγράμματα» σε όλη την Ευρώπη (και «άφησαν» κοντά στα 22 δισεκατομμύρια ευρώ στις χώρες «υποδοχής» τους), δεν είναι ασφαλώς όλοι ολιγάρχες και ούτε να μπορούν να τύχουν όλοι μεταχείρισης ολιγαρχών.

Το ζήτημα επομένως έχει δυο όψεις: μια συγκυριακή και μια θεσμική. Η πρώτη συνεπάγεται έλεγχο ότι μέσω «χρυσών διαβατηρίων» δεν θα αποφύγουν τις κυρώσεις και τους οικονομικούς αποκλεισμούς άτομα, κυρίως Ρώσοι αλλά ενδεχομένως και Λευκορώσοι, που βρίσκονται στις «ευρωπαϊκές», αλλά και τις αμερικανικές, λίστες. Η δεύτερη συνδέεται με αναθεώρηση της σχέσης μεταξύ πλούτου και παροχής δικαιωμάτων εντός ενός χώρου δικαίου, όπως υποτίθεται ότι είναι η Ένωση. Δεν είναι δυνατόν μόλις τώρα να «αντιλαμβάνεται» η Ένωση, όπως διαβάζουμε στη σύσταση της Επιτροπής, ότι θα πρέπει να γίνεται σεβαστή η έννοια της ιθαγένειας όπως είναι κατοχυρωμένη στις Συνθήκες της Ένωσης (όπου συνδέεται αποκλειστικά με την ιδιότητα του πολίτη κράτους-μέλους), ή ότι θα πρέπει, πριν δοθεί οποιοδήποτε τέτοιο προνόμιο, να διενεργούνται «πραγματικές αξιολογήσεις» και «αυστηροί έλεγχοι». Ούτε είναι δυνατόν, ένας νόμος για την παροχή διαβατηρίου σε απογόνους Σεφαρδιτών Εβραίων να επιτρέπει σε κάποιον κύριο Ρόμαν Αμπραμόβιτς να αποκτά την πορτογαλική ιθαγένεια και οι πορτογαλικές Αρχές να κοιμούνται ήσυχες (εκτός αν ήλπιζαν ότι θα αγόραζε το Ρονάλντο). Κι ούτε κάνει καλό ένα τέτοιο παράδειγμα διπροσωπίας στον αγώνα της Ένωσης υπέρ του «κράτους δικαίου», απέναντι σε χώρες σαν την Ουγγαρία και την Πολωνία.

Κάλλιο αργά παρά ποτέ; Θα φανεί. Εν τω μεταξύ, αυτό που η Ένωση μπορεί και οφείλει να κάνει είναι να ελέγξει την εφαρμογή των «συστάσεων», του γράμματος, αλλά και του πνεύματος, των διατάξεων περί ιθαγένειας αλλά και γενικότερα τον τρόπο άσκησης δικαιωμάτων υπό συνθήκες ουσιαστικής δημοκρατίας.