Και ακόμη, μια επιχείρηση μολυσματικής εξάπλωσης ενός νοσηρού βακτηρίου μνησικακίας, μέσω του οποίου επιδιώκεται η εμπύρετη εξασθένιση του δημόσιου σώματος απέναντι στην ελεύθερη ενημέρωση. Δεν πρόκειται απλώς για την αχαλίνωτη εκδήλωση φτηνιάρικης κακοήθειας. Κάτω απο μια δήθεν αμόλυντη ηθικολογική προβιά επαναχαράσσονται λεκεδιασμένοι οι κώδικές ενός κυνικού, φθονερού και σεχταριστικού ιδεολογήματος που διεγείρει την εχθροπάθεια. Με δυο λόγια, ξαναλανσάρεται μια δυσώδης κοσμική σαρία.

Τίποτε το περίεργο. Είναι παροιμιώδης η δυσανεξία των απανταχού της γης λαϊκιστών απέναντι στην Ελευθεροτυπία και την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Οι παρακρατικές πρακτικές υπονόμευσης και ελέγχου των θεσμών, ο διασυρμός των ανεξάρτητων δημοσιογράφων και η δαιμονοποίηση των “μη φίλιων” ΜΜΕ, είναι ο τυφλοσούρτης τους. Στην Ελλάδα στη περίοδο της 54μηνης διακυβέρνησης τους αποπειράθηκαν να τον εφαρμόσουν. Υπό μια ρηχή και αγοραία μάσκα αντισυστημισμού ρυμούλκησαν στην ίδια ακραία ατζέντα τους λούμπεν υβριστές της Δημοκρατίας. Απέτυχαν.

Τα δημοκρατικά ανακλαστικά αντιστάθηκαν στην αχρειότητα που κραυγάζει με ένα μεγάλο στόμα και χλαπακιάζει με χίλια μικρά. Ωστόσο, “πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι” των εμμονικών και κουτοπόνηρων καταφερτζήδων. Επιμένουν πεισματικά με περίσσιο θράσος ότι το χυδαίο, χονδροειδές και προσβλητικό σποτ τους συνιστά γελοιογραφική παρωδία και καθ’ υπερβολή σάτιρα.

Αφού ανέκαθεν ονειρεύονταν “λεφτόδενδρα”, λογικό είναι να τα βλέπουν να ραίνουν με 50ευρα τους “εχθρούς” τους, διαβάλλοντας τους εργαζόμενους ενός ολόκληρου επαγγελματικού κλάδου. Το αν και πώς τα “πήραν”-και σε καλή μεριά- κάποιοι ανάμεσά στους εσωκομματικούς δικούς τους, είναι για τους ίδιους ζήτημα υπεράνω υποψίας. Έως ότου προσκομιστούν στοιχεία στη δικαιοσύνη.

Μέχρι τότε δεν είναι κακό για τους ακαλλιέργητους αντιπάλους κάθε κριτικής σκέψης να υποδύονται του εραστές της αρετής, των ηθών, του καλού γούστου και της λεπτότητας πνεύματος που προϋποθέτει η σάτιρα. Το χειρότερο είναι πως εκεί που οφείλουν να κάνουν το παγόνι , φουσκώνουν και κράζουν σαν αυτό, νομίζοντας ότι τραγουδάνε μελωδικά.