Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση, μόνιμο και διαχρονικό εδώ και πολλές δεκαετίες, είναι αυτό της δημόσιας υγείας. Το γνωρίζει καλά αυτό ο ίδιος ο πρωθυπουργός, το έχει δει άλλωστε και απ’ όλες τις έρευνες κοινής γνώμης που έγιναν προ των εκλογών, από τις οποίες προέκυπτε πάντα ότι, αν εξαιρέσεις την ακρίβεια και εν γένει την οικονομία που είναι πάντα πρώτη στην ατζέντα των προβλημάτων -ειδικά με την πληθωριστική έκρηξη-, αμέσως μετά έρχεται η κατάσταση της δημόσιας υγείας. Γι’ αυτό και ο κ. Μητσοτάκης προανήγγειλε προεκλογικά ότι το ΕΣΥ θα είναι μία από τις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησής του, εξήγγειλε 10.000 προσλήψεις και τοποθέτησε έναν πολύ έμπειρο υπουργό από τον κεντρώο χώρο με ισχυρή αποδοχή στο εκλογικό σώμα, τον κ. Χρυσοχοΐδη.

Δυστυχώς, η επίλυση του προβλήματος της δημόσιας υγείας δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση, ας πούμε να αρκεί ένα νομοσχέδιο, όπως εκείνο της προηγούμενης Τετάρτης, για να ρυθμιστούν τα φορολογικά ή τα μισθολογικά του Δημοσίου – αν και φυσικά για να φτάσουμε στο σημείο να αντέχει η οικονομία αυτές τις ευνοϊκές παρεμβάσεις χρειάστηκε δουλειά πολλών ετών.

Το ΕΣΥ πράγματι προέρχεται από μια δεκαετή «μνημονιακή κατάσταση», που ουσιαστικά η έλλειψη κονδυλίων το έφτασε σχεδόν στην πλήρη απαξίωση αφού δεν υπήρχαν ούτε σεντόνια και σύριγγες. Οταν άρχισε να συνέρχεται η χώρα, από το 2019, ήρθε ως καταπέλτης η παγκόσμια πανδημία και φυσικά το ΕΣΥ αντιμετώπισε με τη μορφή κάποιων πολύ επειγουσών παρεμβάσεων όπως-όπως την τεράστια υγειονομική κρίση, αλλά όχι και τα βαθιά εγγενή προβλήματα δεκαετιών.

Σήμερα, λοιπόν, το ΕΣΥ χρειάζεται έναν πλήρη, τολμηρό, μάλλον ριζοσπαστικό ανασχεδιασμό, θα έλεγα, γιατί οι ειδικοί τονίζουν ότι έχει μείνει πίσω πάνω από μια 20ετία, από τότε μάλιστα έχει επιβαρυνθεί με εκατοντάδες αχρείαστες και ασύνδετες κινήσεις μεταξύ τους, που τότε εξυπηρετούσαν απλώς πολιτικές-κομματικές σκοπιμότητες.

Με απλά λόγια και χωρίς περιστροφές, σήμερα τα νοσοκομεία είναι σχεδόν στο σύνολό τους σε χαώδη κατάσταση, τόσο στα οικονομικά όσο και στην πρακτική καθημερινή λειτουργία τους. Προϋπολογισμούς δεν έχουν επί της ουσίας ή ό,τι έχουν δεν τηρείται, οι περισσότερες διοικήσεις τους είναι άσχετες με το αντικείμενο, κομματικά διορισμένες. Αρκεί ένα στοιχείο για να αντιληφθεί κανείς τι ακριβώς συμβαίνει στα δημόσια νοσοκομεία. Πριν από λίγες ημέρες ήρθε προς έγκριση στους αρμόδιους φορείς υπέρβαση της τάξης άνω του 1 δισ. ευρώ στη δαπάνη 2023 για τη δημόσια υγεία σε σύνολο περίπου 5 δισ. ευρώ (δαπάνη Γενικής Κυβέρνησης).

Η εικόνα στα δημόσια νοσοκομεία δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη ανάλυση ειδικά για όσους νοσηλεύτηκαν οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους, από δύσκολη έως απαράδεκτη είναι η κατάσταση, πάντοτε με λαμπρές εξαιρέσεις που οφείλονται όμως στα πρόσωπα και όχι στο σύστημα. Πολλοί γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό με αυτοθυσία και αίσθηση φροντίδας και επαγγελματισμού σώζουν ζωές, αλλά και πολλοί άλλοι αδιαφορούν μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο διάλυσης που προκύπτει από την έλλειψη ελέγχου και στρατηγικής.

Τσιφλίκια γιατρών σε κλινικές, «πάσες» στα ιδιωτικά ιατρεία, ταλαιπωρία κ.λπ. Τι να λέμε και να γράφουμε τώρα, δεν προσθέτουμε κάτι σε μια παγιωμένη εικόνα στους Ελληνες πολίτες για τα δημόσια νοσοκομεία εδώ και δεκαετίες. Από την άλλη, φυσικά, τα ιδιωτικά νοσοκομεία είναι απλησίαστα οικονομικά αν δεν έχει κάποιος ιδιωτική ασφάλιση.

Ολη αυτή η εικόνα πρέπει σταδιακά μέσα στην τετραετία να αλλάξει και φυσικά τέλεια δεν θα γίνει ποτέ -σε καμία χώρα δεν είναι άλλωστε-, αλλά χωράει τεράστια περιθώρια βελτίωσης, γιατί και τα κονδύλια υπάρχουν (Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και εγχώρια) και η διάθεση από την κυβέρνηση υπάρχει. Δεν γνωρίζω αν οι προσλήψεις των 10.000 γιατρών και νοσηλευτών επαρκούν, πιθανώς ναι, αυτό που με βεβαιότητα γνωρίζω είναι ότι με τους μισθούς που «κυκλοφορούν» πολύ δύσκολα θα βρεθούν γιατροί ή νοσηλευτές, όταν δεν βρίσκουν με καλύτερες αμοιβές ούτε τα ιδιωτικά νοσοκομεία.

Εδώ φέτος δεν βρίσκουν ούτε σερβιτόρους τα νησιά… Μέσα σε όλο αυτό τον ομολογουμένως πολύ δύσκολο και σύνθετο επανασχεδιασμό και εκσυγχρονισμό της δημόσιας υγείας πρέπει να ληφθούν υπόψη κυρίως τα μοντέλα που ακολουθούνται στην υπόλοιπη Ευρώπη τουλάχιστον, μια και… ποτέ κανείς τα τελευταία χρόνια δεν ανακάλυψε την πυρίτιδα. Εως τώρα οι ΣΔΙΤ, οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, αποτελούν ένα μεγάλο ταμπού στην Ελλάδα στον χώρο της υγείας, ενώ πολλές χώρες, όπως η Ισπανία, έχουν προχωρήσει πολύ μπροστά.

Επίσης, πουθενά σε όλο τον κόσμο δεν έχουν μείνει στο… μοντέλο Ασλανίδη «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», αλλά σε version νοσοκομείων, γιατί αυτό απλούστατα δεν δουλεύει. Υπάρχουν δεκάδες ωραία (ή πρώην ωραία) κτίρια σε όλη την επαρχία που ονομάζονται νοσοκομεία… μόνο που δεν έχουν γιατρούς, νοσοκόμες ή μηχανήματα, οπότε δεν εξυπηρετούν τον σκοπό τους.

Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια υγεία είναι ένα από τα λίγα τόσο σημαντικά ζητήματα που θα κρίνουν την επιτυχία της δεύτερης θητείας Μητσοτάκη και ο πήχης είναι το ίδιο ψηλά με όλα όσα «είπε και έγιναν» σε πολλούς τομείς ο πρωθυπουργός κατά την πρώτη τετραετία. Γι’ αυτό και υπερίσχυσε έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.