Από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, πριν ακριβώς από δυο χρόνια, η πολιτική αλλά και η οικονομική ζωή της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιστρέφονται κυρίως γύρω από αυτό το μείζον και ανατρεπτικό όλων των ισορροπιών γεγονός.

Εξοπλισμός της αμυνόμενης χώρας από τα επιμέρους κράτη-μέλη και από την Ένωση ως σύνολο. Εκκίνηση της συζήτησης για αλλαγή του «αμυντικού δόγματος» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ήδη τέτοια αλλαγή εντός της Γερμανίας, για πρώτη φορά από τη συμμετοχή της στην Ένωση. 13 πακέτα κυρώσεων κατά της Ρωσίας και λήψη εντελώς εξαιρετικών οικονομικών μέτρων, όπως το πάγωμα λογαριασμών της κεντρικής τράπεζας της χώρας. Επιχείρηση απεξάρτησης από την ενεργειακή συμβολή της Ρωσίας. Συνεχής διπλωματικός μαραθώνιος υπέρ της Ουκρανίας και υπέρ της ειρήνης –αυτά είναι τα κυριότερα μόνο από τα μέτρα που έχουν ληφθεί και συνεχίζουν να λαμβάνονται.

Η στάση της Ένωσης δεν έχει οδηγήσει σε λήξη του πολέμου και σε ευνοϊκή έκβαση για τους αμυνόμενους, έχει όμως επιτρέψει, μαζί με τη βοήθεια που έχει δοθεί από άλλες χώρες και οντότητες, στην Ουκρανία να επιβιώσει και να συνεχίσει να μάχεται. Δυο είναι, μέχρι στιγμής, οι δυνητικά πιο κρίσιμες συνέπειες: αφενός όχι απλώς η διατήρηση αλλά και η ενδυνάμωση της ενότητας των κρατών-μελών και αφετέρου η ισχυρή πρόσδεση της Ουκρανίας στη δημοκρατική τάξη. Οι κοινές αποφάσεις σε κάθε βήμα και ο παραμερισμός των αντιστάσεων ελάχιστων χωρών, στην ουσία μόνο της Ουγγαρίας, σε ανταπόκριση και με την πλειοψηφική στάση των ευρωπαϊκών κοινωνιών υπήρξε ο βασικός μοχλός για το πρώτο. Η πολιτικά γενναία απόφαση να δοθεί στην Ουκρανία, εν μέσω πολέμου, το καθεστώς υπό ένταξη χώρας συνέβαλε αποφασιστικά στην ενίσχυση του ήδη υπαρκτού, κατ’ αντιπαραβολή και με τον αυταρχισμό του ρωσικού καθεστώτος, δημοκρατικού φρονήματος του αμυνόμενου λαού: 90% των Ουκρανών πολιτών δηλώνουν, σήμερα, την προτίμηση τους στη δημοκρατία και το δέσιμό τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως πεδίου άσκησης της δημοκρατίας.

Ασφαλώς, όμως, δεν είναι όλα ρόδινα –το αντίθετο λογικά ισχύει, αφού ένας πόλεμος, κάθε πόλεμος, πόσο μάλλον τέτοιας έκτασης και σημασίας, εκ των πραγμάτων γκρεμίζει και καταλύει περισσότερο από ό,τι δημιουργεί. Όχι μόνο οι εξελίξεις επί του πεδίου είναι δύσκολες, ο φόρος αίματος και καταστροφής ασύλληπτος, οι οικονομικές ανάγκες για να στηθεί μια ολόκληρη χώρα στα πόδια της τεράστιες, αλλά και αμφότερα τα μεγάλα μέχρι στιγμής κέρδη παραμένουν εξαιρετικά εύθραυστα. Η μεν ευρωπαϊκή ενότητα δοκιμάζεται, τόσο σε επίπεδο αποφάσεων της Ένωσης όσο και αντοχών των ευρωπαϊκών κοινωνιών, με κάθε νέο μέτρο -η πρόσφατη πρόσκληση από το Γάλλο πρόεδρο μόνο 20 και όχι όλων των Ευρωπαίων ηγετών σε ειδική συνάντηση στήριξης της Ουκρανίας, αυτές τις μέρες, δεν δείχνει και τη μεγαλύτερη δυνατή ομόνοια. Η δε οριστική προσχώρηση της Ουκρανίας στη δημοκρατία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση κρέμεται από μια αφάνταστη δύσκολη προϋπόθεση, το τέλος του πολέμου χωρίς απώλεια κυριαρχίας.

Πέρα από αυτά τα γενικά προβλήματα, έχουν ήδη κάνει την εμφάνιση τους και δυο σημαντικές «παράπλευρες» -αν ο όρος επιτρέπεται ενώ σοβεί ο πόλεμος- οικονομικό-θεσμικές συνέπειες για την Ένωση. Η συζήτηση και οι γένει διεργασίες γύρω από τον προϋπολογισμό της Ένωσης και, ευρύτερα, τους πόρους και την κατανομή τους έχει κατ’ ουσίαν σταματήσει, τόσο πολύ είναι, σε αυτή τη φάση, ταυτισμένες με την προσπάθεια να βρεθούν, ξανά και ξανά, πόροι για την παροχή βοήθειας προς την Ουκρανία. Κάποια στιγμή όμως θα πρέπει να στραφούμε, ή έστω να σκεφτούμε, το ήδη ανεπίστρεπτο διαφορετικό μέλλον ολόκληρης της Ευρώπης. Ο δεύτερος τομέας που έχει δεχθεί πλήγμα είναι η λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», αφού ο συνδυασμός στενότητας πόρων, δικαιολογημένων, σε κάποιο βαθμό, διεκδικήσεων, ιδίως από τους αγρότες, και εξαιρετικά περίπλοκου νομοθετικού-γραφειοκρατικού καθεστώτος έχει ήδη αισθητά περιορίσει τις μεγάλες φιλοδοξίες της Ένωσης και τον αρχικό μεταρρυθμιστικό ζήλο αρκετών κρατών-μελών.

Σε ένα μέτωπο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κάνει πίσω: στη στήριξη της δημοκρατίας, άρα της Ουκρανίας, ακόμα και αν βρεθούν σε κατάσταση πολιορκίας.