Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φετινές εκλογές γίνονται μετά την τομή στο χρόνο που προκάλεσε το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη. Μόλις 20 μέρες πριν, όλα ήταν διαφορετικά. Τα γκάλοπ σχεδόν «προεξοφλούσαν» τη δυναμική, με την οποία προσέρχονταν τα κόμματα, στην αφετηρία της επίσημης εκλογικής περιόδου και ουδείς από τους πολιτικούς «έβλεπε»  μακρύτερα από την 9η Απριλίου- την ημερομηνία που είχε κυκλώσει στο ημερολόγιό του για το πρώτο ραντεβού με τις κάλπες. Σα να ετοιμαζόντουσαν να «πρωταγωνιστήσουν» σε μια υπόθεση ρουτίνας- με δύο «στάσεις».

Το γύρω σκηνικό όμως άλλαξε και με τον πλέον δραματικό τρόπο. 57 νέοι άνθρωποι έχασαν άδικα τη ζωή τους, αφήνοντας πίσω, στις οικογένειές τους, αβάσταχτο πόνο και στη χώρα αμείλικτα ερωτήματα για τους κάθε μορφής «κλειδούχους» και τις ευθύνες τους. Ποιος δεν «λυγίζει» ακούγοντας τις περιγραφές των επιζώντων και τη σιωπή του πένθους; Ποιος είναι έτοιμος να γυρίσει στο πριν– 20 ημέρες πίσω- και να βολευτεί στον καναπέ και την όποια «κανονικότητά» του;

Είναι προφανές ότι οι φετινές εκλογές  έρχονται σε μια στιγμή που οι πολίτες δεν «αντέχουν» να παρακολουθήσουν για άλλη μια φορά σφοδρές αντιπαραθέσεις, χωρίς «δια ταύτα» και εγγυήσεις για την επόμενη μέρα. Οι μεγαλύτεροι ξέρουν ότι έχουν ψηφίσει ουκ ολίγες φορές προσδοκώντας μια καλύτερη ζωή, ένα φιλικό και ασφαλές κράτος για τον κάθε πολίτη, περισσότερες ευκαιρίες για τα παιδιά τους. Και τα παιδιά τους, ξέρουν ότι -και- με τη δική τους συμμετοχή στις κάλπες θα διεκδικήσουν ένα αύριο που αξίζει σε αυτά και στις οικογένειές τους. Κανείς δεν φτάνει στην κάλπη αναποφάσιστος- ούτε αμέριμνος πλέον.

Υπό αυτό το πρίσμα, κυβέρνηση (πρώτα και κυρίως) και η αντιπολίτευση έχουν χρέος στο διάστημα που απομένει μέχρι τις κάλπες να αναμετρηθούν με τις ευθύνες τους, να δώσουν τις απαντήσεις που περιμένουν οι πολίτες και να παρουσιάσουν ένα ειλικρινές σχέδιο για την εκρίζωση των παθογενειών που έχουν εντοπίσει. Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές με το «επιτελικό κράτος» και τη δέσμευση ότι θα αλλάξει γρήγορα ό,τι κρατά τη χώρα στο «κακό» παρελθόν της, που διώχνει τα παιδιά της στο εξωτερικό. Ακόμη και κόμματα της αντιπολίτευσης αναγνώρισαν κάποιες φορές μέσα στην τετραετία τα βήματα που έκανε προς όφελος των πολιτών- περιόρισαν τις «επιθέσεις» και έδωσαν για παράδειγμα χρόνο και έδαφος στην κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την επέλαση της πανδημίας. Και η κοινή γνώμη διαμήνυσε -ουκ ολίγες φορές- απαντώντας στις δημοσκοπήσεις ότι χρειάζονται συναινέσεις για τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τη χώρα. Είναι η ίδια κοινή γνώμη που απαιτεί πλέον από τους πολιτικούς καθαρά και λιγότερα λόγια και τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις. Δεν αρκούν οι «συγγνώμες» ότι συγχωρούνται εύκολα τα «δεν ήξερα» ή «το κακό δεν έγινε στη βάρδιά μου».

Τόσο ο κ. Μητσοτάκης, όσο και ο κ. Τσίπρας έχουν αφήσει το «αποτύπωμά» τους από το μοντέλο διακυβέρνησης που επέλεξαν- και οι δύο θα κριθούν αυστηρά αλλά όχι μόνο για το «αποτύπωμά» τους αλλά και για το σχέδιο και τη βούληση να το υποστηρίξουν την επομένη των εκλογών. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι όσο κι αν πλησιάζουν οι εκλογές υπάρχει ακόμη «άπλετος» χρόνος για να κοιτάξουν τους πολίτες στα μάτια, να αναγνωρίσουν τα λάθη τους και εφόσον είναι αποφασισμένοι να το κάνουν, να εξηγήσουν στα κοινά τους πως θα εξασφαλίσουν το «ποτέ ξανά» στους σιδηροδρόμους, στο κάθε Μέσο Μαζικής Μεταφοράς, στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στο νοσοκομείο, στη δουλειά, στην κάθε δημόσια υπηρεσία, όπου μαζεύει η καθημερινότητα παθογένειες και ενίοτε εγκληματικά λάθη. Ο κ. Ανδρουλάκης, ως αρχηγός του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, οφείλει από την πλευρά του να εξηγήσει στους πολίτες ποια είναι «η σωστή κυβέρνηση» που θέλει να αποκτήσει η χώρα.

Η πρώτη ανάγνωση των τελευταίων γκάλοπ δείχνει ότι ο κόσμος θα σκεφτεί πολύ προσεκτικά που θα δώσει «ψήφο εμπιστοσύνης», ενώ κινείται σα να στρέφει κόμματα και πολιτικούς πιο κοντά στο πεδίο των μετεκλογικών συναινέσεων ή και συνεργασιών. Είναι πολύ νωρίς για να βγάλει κανείς συμπεράσματα- σε κάθε περίπτωση το «στοίχημα» όλων των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου είναι μπροστά και ξεκινά από τον στόχο της ευρείας συμμετοχής στις κάλπες. Και ίσως αυτή τη φορά διαψευστούν όσοι εκτιμούν ότι η μεγάλη αποχή ανήκει κι αυτή στη ρουτίνα που δεν ανατρέπεται.