Τις τελευταίες ημέρες και όσο πλέον πλησιάζουμε προς την τελική ευθεία για τις εκλογές, ακόμα κι αν αυτές γίνουν το 2023, εγείρονται μείζονα και αγωνιώδη ερωτήματα σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα για τη σταθερότητα στη διακυβέρνηση της χώρας.

Μιας χώρας που μόλις βγήκε από την περιπέτεια των μνημονίων και άρχισε να στέκεται στα πόδια της και έπεσε, δυστυχώς, πάνω στη μεγαλύτερη πανδημία της Ιστορίας.

Τα ερωτήματα αυτά δεν προκύπτουν επειδή το πρώτο με το δεύτερο κόμμα είναι στήθος με στήθος (περίπτωση Σημίτη – Καραμανλή το 2000), αφού δεν υπάρχει καμία δημοσκοπική ένδειξη ή έστω πολιτική αίσθηση για κάτι παρόμοιο αυτή την ώρα. Η Ν.Δ., με βάση όλες τις δημοσκοπήσεις, βρίσκεται σήμερα ψηλά, ακόμα κι αν βιώνει μια πολύ δύσκολη περίοδο, με πανδημία, ακρίβεια και αστοχίες (διαχείριση του προ ημερών ακραίου καιρικού φαινομένου), περίπου στο 32% και με τις αναγωγές επί των αναποφάσιστων ίσως και στο 37%. Αρα μπορεί να φτάσει, ειδικά τη δεύτερη Κυριακή (μετά την απλή αναλογική της πρώτης) και με πιο ευνοϊκή πολιτική συγκυρία (τουρισμός, Ταμείο Ανάπτυξης κ.λπ.), ακόμα πιο ψηλά.

Αντιθέτως, σε μια τόσο αρνητική συγκυρία για την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται σήμερα στο 22%, με το ΚΙΝ.ΑΛ. να τον ακολουθεί κατά πόδας, και είναι αμφίβολο αν μπορεί να φτάσει στο 25% ή έστω και στο 27%.

Προσέξτε, η τάση μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου κόμματος είναι -με βάση σχεδόν όλες τις δημοσκοπικές έρευνες- αντίστροφη, άρα ουδείς μετά βεβαιότητος μπορεί να πει ότι σε 10-14 μήνες από σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πιο πάνω από το ΚΙΝ.ΑΛ.

Παρά ταύτα, η χώρα κινδυνεύει να μείνει χωρίς κυβέρνηση ή με μια κυβέρνηση αδύναμη εξαιτίας του εκλογικού νόμου που ισχύει – έστω κι αν αυτός ψηφίστηκε από τη σημερινή Πλειοψηφία. Μπορεί, δηλαδή, με το σημερινό εκλογικό σύστημα ο Μητσοτάκης να πάρει 39%, ο Τσίπρας 29%, ή ο πρώτος 37% και ο δεύτερος 27%, και να μην μπορεί να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση, ειδικά αν μπουν στη Βουλή έξι κόμματα. Με απλά λόγια, το πρώτο κόμμα δεν «παλεύει» με το δεύτερο, αλλά με τον πήχη της αυτοδυναμίας, που στον παρόντα εκλογικό νόμο πλησιάζει το 40%!

Ποια θα ήταν η λύση στην περίπτωση αυτή; Η πρώτη λύση είναι να αναζητήσει ο Μητσοτάκης κάποιους «πρόθυμους Καμμένους» να συγκυβερνήσει, κάτι το οποίο, προσωπικά, θεωρώ ότι αποκλείεται να το κάνει λόγω χαρακτήρος και ιδιοσυγκρασίας.

Η δεύτερη λύση είναι να καλέσει τον Ανδρουλάκη να συγκυβερνήσουν, με αποτέλεσμα παρόμοιο με αυτό που είχε η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. Να αναστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως να ξαναγυρίσει η χώρα στη γνωστή τροχοπέδη του παρελθόντος, όπου για να παρθεί μια απόφαση θα πρέπει να περάσει από… δέκα κέντρα, κομματικά ή και εξωθεσμικά.

Παρόμοια λύση είναι και αυτή της οικουμενικής διακυβέρνησης, με πρωθυπουργό τρίτο πρόσωπο, ήτοι μία ακόμη βραχυπρόθεσμη παρωδία, δοκιμασμένη στο παρελθόν με γνωστά αποτελέσματα: χάος και ακυβερνησία. Ας θυμηθούμε ότι και ο Ζολώτας και ο Παπαδήμος ήταν, κατά τα άλλα, αξιόλογες προσωπικότητες, αλλά οι κυβερνήσεις τους ήταν παντελώς αδύναμες και δεν κράτησαν παρά λίγους μήνες.

Το θέμα που προκύπτει εξαιτίας του υφιστάμενου εκλογικού νόμου, όμως, εκτός από απολύτως πρακτικό -γιατί απλούστατα δεν θα κυβερνάται η χώρα- εμπεριέχει, κατά τη γνώμη μου, και ένα ουσιαστικό ζήτημα δημοκρατίας. Γιατί ένα κόμμα που το ψηφίζει, ας πούμε, πάνω από το 35% των πολιτών και έχει μία όχι απλώς διακριτή, αλλά τεράστια ποσοστιαία διαφορά από το δεύτερο, δεν μπορεί να κυβερνήσει αυτοδύναμα;

Πώς θα κυβερνηθεί η Γαλλία από τον πρόεδρο Μακρόν που φαίνεται ότι δεν θα συγκεντρώσει πάνω από το 26%-28% των ψήφων των Γάλλων πολιτών; Κι όμως, θα κυβερνηθεί με βάση το εκλογικό της σύστημα.

Αλλά με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο, ούτε το δεύτερο με το τρίτο κόμμα μαζί, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, μπορούν να κάνουν κυβέρνηση, εκτός αν προσθέσουν το ΚΚΕ ή τον Βαρουφάκη. Απίθανα πράγματα και φυσικά τελείως αντιδημοκρατικά αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι το πρώτο κόμμα προηγείται μακράν σε ψήφους από το δεύτερο και το τρίτο, με βάση το παρόν δημοσκοπικό τοπίο.

Ο γρίφος αυτός, που δύσκολα θα απαντηθεί, παρά μόνο αργά τη νύχτα -έως τα ξημερώματα- της δεύτερης εκλογικής Κυριακής, σίγουρα δημιουργεί ερωτήματα και αβεβαιότητες στο πολιτικό σκηνικό, αλλά κυρίως αναδεικνύει μια τεράστια παραδοξότητα. Η κοινή γνώμη να ξαναθέλει, ακόμα και με παρόμοιο ποσοστό με το 2019, να κυβερνηθεί σταθερά από το πρώτο κόμμα, τη Ν.Δ. και τον Μητσοτάκη, και ένα… εκλογικό ατύχημα με μερικές δεκάδες ψήφους σε μια μονοεδρική να στερήσει την πλειοψηφία ή να φτιάξει ένα «αποτέλεσμα-εφιάλτη» με 150 ή 151 έδρες. Πάλι τα ίδια θα έχουμε στην Ελλάδα;