Μερικές απλές σκέψεις και διαπιστώσεις για την πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει ελάχιστο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα στους ελεύθερους επαγγελματίες περίπου ίσο με τον κατώτατο μισθό, δηλαδή 10.920 ευρώ, από τη δήλωση του οποίου θα προκύπτει κάθε χρόνο ένας φόρος για τον καθένα της τάξεως των 1.100-1.300 ευρώ.

Πρώτα απ’ όλα, ένα απλό στατιστικό στοιχείο που δίνει την πραγματική εικόνα: σήμερα το 70% των ελεύθερων επαγγελματιών εμφανίζουν εισόδημα στην Εφορία πιο χαμηλό από το ποσό αυτό που είναι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα (περίπου 780 ευρώ μεικτά), περίπου οι μισοί, δηλαδή το 47%, πληρώνουν φόρο μέχρι ένα χιλιάρικο τον χρόνο, ενώ το 27% πληρώνει από 1.000 έως 3.000 ευρώ. Ολα αυτά είναι επίσημα στοιχεία που έδωσε το υπουργείο Οικονομικών από την ΑΑΔΕ, άρα δεν αμφισβητούνται.

Δεύτερον, με τον νέο νόμο μη φανταστεί κανείς ότι θα γίνει κάτι… φοβερό και τρομερό φορομπηχτικό, αφού το 17% θα πληρώνει πλέον έως 1.000 ευρώ και το υπόλοιπο 54% από 1.000 έως 3.000 ευρώ. Αυτό είναι όλο, δηλαδή όσοι δεν πλήρωναν ούτε ευρώ, τώρα θα πληρώνουν κάτι.

Τρίτον, θα αναρωτηθεί κάποιος αν με τον νέο νόμο απαγορεύεται να έχεις ζημίες ως επαγγελματίας, οπότε πάντα θα πρέπει να πληρώνεις έστω κάτι λίγο, η απάντηση είναι ότι επειδή ουσιαστικά πρόκειται για τεκμήριο, όλα τα τεκμήρια της Εφορίας είναι -και πάντα ήταν- μαχητά, ενώ εξαιρούνται από την ελάχιστη αυτή φορολογία οι νεοσύστατες επιχειρήσεις, όσοι έχουν θέματα για λόγους ανωτέρας βίας (θητεία, νοσηλείες κ.ά.), εποχική απασχόληση με έδρα μικρά χωριά κ.λπ.

Ας πάμε όμως στην ουσία. Αλήθεια, υπάρχει κανείς στην ελληνική κοινωνία που να πιστεύει ότι δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα οι περίπου ένα εκατομμύριο ελεύθεροι επαγγελματίες, όταν το 70% εξ αυτών γράφουν στη φορολογική τους δήλωση ότι εισπράττουν ετησίως κάτω από 10.000 ευρώ; Κανένας απολύτως δεν το πιστεύει και όλοι ξέρουν ότι όταν έρθει στο σπίτι σου υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, κάποιος τεχνίτης, αλλά και μια σειρά από δεκάδες άλλα επαγγέλματα δεν κόβουν απόδειξη ή αν τους τη ζητήσεις φεύγουν χωρίς να κάνουν τη δουλειά ή χρεώνουν 20% παραπάνω. Πολλοί εξ αυτών τα τελευταία χρόνια με τους νόμους που έχουν θεσπιστεί και την έστω και πλημμελή προσπάθεια που έχει γίνει από τις κυβερνήσεις και την τρόικα έχουν έστω ένα δελτίο παροχής υπηρεσιών να κόβουν κάποιες αποδείξεις, αλλά κι εκεί μετά το σχετικό παζάρι με τον πελάτη ψαλιδίζεται το δηλωθέν ποσό και το υπόλοιπο δίνεται σε μετρητά.

Γιατί, λοιπόν, ενώ όλοι ξέρουν την αλήθεια, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντέδρασαν τόσο αρνητικά στην ελάχιστη φορολόγηση όλων αυτών των πολιτών, όταν ο τελευταίος μισθωτός πληρώνει ό,τι ακριβώς του αναλογεί στην Εφορία; Η απορία μου δεν απευθύνεται στη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί απλούστατα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει αυτή την ώρα, αλλά και όταν υπήρχε καταψήφιζε τα… πάντα όλα, ενώ όταν κυβερνούσε φορολογούσε ό,τι πετάει κι ό,τι κολυμπάει. Το ερώτημα είναι για το ΠΑΣΟΚ που υποθετικά διαθέτει μια ομάδα νέων ανθρώπων, μορφωμένων και «γειωμένων» με την κοινωνία, που θα μπορούσαν να προτείνουν κάποιες βελτιώσεις και να το ψηφίσουν. Αλλά, φυσικά, τίποτα. Γι’ αυτό και παλεύουν στα ποσοστά του ΚΚΕ, παρότι κατέρρευσε ο ΣΥΡΙΖΑ και άφησε ένα 15% των ψηφοφόρων ελεύθερο να πάει κάπου στην Κεντροαριστερά, αλλά για την ώρα κερδίζουν μετά βίας 1%-2% από τις εθνικές εκλογές.

Ενα εκ των επιχειρημάτων που χρησιμοποιεί η αντιπολίτευση για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, δηλαδή το χάιδεμα των αυτιών των φοροφυγάδων, που δηλώνουν ότι ζουν με 4.000-5.000 ευρώ τον χρόνο, είναι το γιατί δεν πιάνει το κράτος τους λαθρέμπορους καυσίμων, τους μεγάλους φοροφυγάδες κ.λπ. Μάλιστα, πολύ ωραίο και πολύ σωστό και κάνουν, κατά τη γνώμη μου, ορθώς που το υπερτονίζουν, γιατί όντως υπάρχει τεράστια φοροδιαφυγή από λίγους στους κλάδους αυτούς.

Υπάρχει όμως και τεράστια φοροδιαφυγή και στους πολλούς που είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες – όχι φυσικά σε όλους. Ασε που, κατά τη γνώμη μου, ο νέος νόμος βολεύει και τους φοροφυγάδες, αφού με ένα χιλιαρικάκι φόρο ξεμπερδεύεις από την ΑΑΔΕ που τα τελευταία χρόνια δεν αστειεύεται. Πολύς λαϊκισμός πάντως και από τον Κασσελάκη, ετών 35, που ζούσε στην Αμερική και φυσικά από τον Ανδρουλάκη, ετών 44, που ζούσε στις Βρυξέλλες για μια οκταετία.