Το θέμα της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από την ελληνική οικονομία έχει αποτελέσει το πιο πολυσυζητημένο ζήτημα των ημερών. Τείνει δε να λάβει τις μυθικές διαστάσεις της βιβλικής πορείας των Εβραίων προς την Γη της Επαγγελίας υπό τον Μωυσή. Η κυβέρνηση της ΝΔ το προέβαλε σε κάθε ευκαιρία και περίπου υπέσχετο μία νέα Εδέμ ανάπτυξης και ευημερίας, εφόσον οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης μας κατέτασσαν εκ νέου στην περίφημη κατηγορία Investment Grade, την οποίαν είχαμε κλοτσηδόν απολέσει μετά την εθνική χρεωκοπία, και την παρ’ ολίγον έξωσή μας από την ευρωζώνη.

Άπειρα άρθρα και αναλύσεις έχουν γραφεί για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας με μοναδικό ίσως συμπέρασμα ότι όταν την ανακτήσουμε, το κόστος χρήματος για το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και για τον ιδιωτικό τομέα θα μειωθεί αισθητά και νέα πολλαπλάσια επενδυτικά κεφάλαια θα εισρεύσουν στη χώρα, εφόσον το πιστοληπτικό προφίλ μας θα βελτιωθεί και εφόσον οι κίνδυνοι που συνδέονται με την πορεία της ελληνικής οικονομίας θα παύσουν να προκαλούν αλλεργικό σοκ στους διεθνείς επενδυτές και αναλυτές.

Και ενώ το θορυβώδες αυτό πάρτι έχει στηθεί γύρω από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδος, αιδήμων σιωπή και άκρα ησυχία επικρατεί γύρω από ένα άλλο ακόμη πιο σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το οποίον αφορά το γιγάντιο έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), και το οποίον έφθασε το 10% του ΑΕΠ για το 2022! Το έλλειμμα του ΙΤΣ είναι μία χρόνια κατάρα της ελληνικής οικονομίας την οποίαν ενίοτε απαλύνει ο τουρισμός, αλλά πάντα καραδοκεί και συχνά εμφανίζεται απειλητική, ιδίως σε χρονιές που χαρακτηρίζονται από ανάπτυξη και άρα αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση. Η ιδιωτική κατανάλωση αυξάνει τις εισαγωγές οι οποίες και εκτινάσσουν το έλλειμμα του ΙΤΣ. Τι σημαίνει όμως αυτό το έλλειμμα στην πράξη, πέραν της προφανούς λογιστικής του ερμηνείας; Πρακτικά σημαίνει δύο πράγματα.

Πρώτον ότι η ελληνική οικονομία δεν είναι ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο και

Δεύτερον και κυριότερον, ότι ζούμε με συνθήκες πολύ καλλίτερες και πιο πλουσιοπάροχες απ’ αυτές που επιτρέπουν οι δυνατότητές μας. Απλώς το επιπλέον χρήμα που χρειαζόμαστε για να ζούμε τόσο άνετα το τσοντάρουμε με δανεικά. Τώρα μάλιστα που εν όψει επενδυτικής βαθμίδος τα δανεικά θα γίνουν φθηνότερα ποιος μας πιάνει!

Βέβαια, γνωρίζω ότι κομίζω γλαύκα εις Αθήνας, και ότι όλα αυτά που γράφω είναι γνωστά και έχουν επαναληφθεί άπειρες φορές. Έλα όμως που μας βολεύει να τα ξεχνάμε, ιδίως μάλιστα σε προεκλογικές περιόδους. Βέβαια για να είμαστε αντικειμενικοί υπάρχουν κάποιοι ειδικοί λόγοι για τους οποίους το έλλειμμα του ΙΤΣ έφθασε το 10% του ΑΕΠ. Και αυτοί κυρίως σχετίζονται με την αύξηση των τιμών των καυσίμων και πρώτων υλών, λόγω Ουκρανικού. Πάντως ο γενικός κανόνας είναι ότι το έλλειμμα του ΙΤΣ δεν πρέπει να υπερβαίνει το 4% του ΑΕΠ για μεγάλα διαστήματα και όταν το υπερβαίνει, κινητοποιείται η ΕΕ η οποία αρχίζει να εξετάζει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην παγίωση του ελλείμματος σε αυτά τα επίπεδα.

Αυτό το καμπανάκι λοιπόν έχει ήδη χτυπήσει για την χώρα μας. Μόλις ξεμπλέξαμε με την μεταμνημονιακή εποπτεία, νέα ερωτηματικά αρχίζουν να γεννώνται για την ελληνική οικονομία. Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τα επισημαίνει αυτά κατά καιρούς, με πολύ διακριτικό και εύσχημο τρόπο λόγω της θέσεως του, προσπαθώντας να τηρεί λεπτές πολιτικές ισορροπίες, διότι η αντιπολίτευση είναι έτοιμη να τον κατασπαράξει με την πρώτη ευκαιρία! Εδώ προστίθεται και το θέμα του δημοσίου χρέους, το οποίον μπορεί να εμφανίζεται σταθεροποιημένο ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν παύει όμως να είναι τεράστιο, το υψηλότερο εντός της ΕΕ.
Ποια είναι λοιπόν η απάντηση σε αυτό το περίπλοκο πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική οικονομία; Η απάντηση είναι γνωστή, χιλιοειπωμένη, σχετικά αόριστη, συνοψίζεται δε σε μία λέξη η οποία σηκώνει πολλές ερμηνείες:

Μεταρρυθμίσεις. Ποιες όμως θα μπορούσαν να είναι αυτές οι μεταρρυθμίσεις;

-Η καταπολέμηση της περίφημης γραφειοκρατίας του Δημοσίου και της υπερπληθώρας νόμων, που αντί να ρυθμίζουν θέματα στην ουσία τα διαιωνίζουν και τα περιπλέκουν.
-Η βελτίωση της αναποτελεσματικότητας και της αβελτηρίας της Δημόσιας Διοίκησης οι οποίες αποτελούν τα απολύτως απόρθητα κάστρα του Ελληνικού Κράτους.
-Η προσπάθεια δημιουργίας μιας πιο ανταγωνιστικής αγοράς αγαθών και υπηρεσιών αφού εκεί συχνά παρατηρούνται συνθήκες ολιγοπωλίου και σχηματισμού ατύπων καρτέλ μεταξύ των ολίγων και μεγάλων ομίλων που κυριαρχούν στην αγορά, βλέπε Τράπεζες, μεγάλες αλυσίδες Super Market κ.λπ.

Η κουβέντα θα μπορούσε να επεκταθεί, αλλά φυσικά δεν είναι αυτός ο σκοπός του παρόντος σημειώματος.

Αυτό που προέχει όλων αυτή τη στιγμή είναι η επίτευξη πολιτικής σταθερότητος. Από αυτήν θα κριθούν και όλα τα υπόλοιπα, ήτοι επενδυτική βαθμίδα, μεταρρυθμίσεις κ.λπ. Θα επιτευχθεί όμως πολιτική σταθερότητα;

Μην ξεχνάμε ότι η Χώρα, πέραν των βουλευτικών εκλογών, αντιμετωπίζει αυτοδιοικητικές εκλογές το Φθινόπωρο και Ευρωεκλογές την ερχόμενη Άνοιξη. Θα καταφέρουμε να πλοηγηθούμε σταθερά και με ασφάλεια μέσα από όλους αυτούς τους σκοπέλους, συν τα πιθανά απρόοπτα που μετά βεβαιότητος θα υπάρξουν, ή θα ζήσουμε νέες περιπέτειες;

Άδηλον παντί πλην Θεώ. Δηλαδή, μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Εμείς θα το μάθουμε κατόπιν εορτής.