Όλος ο αθλητικός και όχι μόνο κόσμος σήμερα συζητάει για ένα μεγάλο γεγονός. Όλο το προηγούμενο διάστημα, ο μπασκετικός πλανήτης έπλαθε σενάρια για το μέλλον του, κατά τεκμήριο, πλέον επιτυχημένου αθλητή του αμερικανικού πρωταθλήματος τα τελευταία χρόνια, σε ατομικό επίπεδο. Του «δικού» μας Γιάννη, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα και πλέον μεγαλουργεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σε μία άλλη «πίστα» με προβολείς παγκόσμιας εμβέλειας.

Τα κατορθώματά του είναι συνεχή και καταλαμβάνουν χώρο σε όλα τα έντυπα, αθλητικά και μη. Αυτό που έχει ήδη επιτύχει με την καριέρα του το «παιδί» αυτό, είναι πραγματικά συνώνυμο του ονείρου και βγαλμένο από την πιο τρελή φαντασία ενός παιδικού, ταξιδιάρικου μυαλού. Με την ταχύτητα δε των γεγονότων και τη μεγάλη τους προβολή, δεν είναι βέβαιο ότι έχουμε όλοι αντιληφθεί (πιθανόν και ο ίδιος) το μέγεθος του επιτεύγματός. Ένα παιδί, μέλος πολυμελούς οικογένειας μεταναστών, που μεγάλωσε στην Αθήνα με τα απολύτως αναγκαία, που πουλούσε στους δρόμους ευτελή προϊόντα προκειμένου να υποστηρίξει την επιβίωση της οικογένειάς του και να ενισχύσει τον αγώνα των γονιών του, μέσα σε λίγα χρόνια κατέκτησε την κορυφή μιας αυτοκρατορίας, όχι μόνο του αθλητισμού, μα και του θεάματος.

Στο σύντομο πέρασμά του από την ελληνική Α2, χρειάστηκε η επιλογή του στο draft του NBA για να γίνει τότε δεκτός στο Μέγαρο Μαξίμου και στη συνέχεια να του απονεμηθεί η ελληνική υπηκοότητα και να καταστεί στην πορεία, ο πιο διάσημος και πιο επιδραστικός σύγχρονος πρεσβευτής της χώρας διεθνώς. Ποιος άλλος μπορεί σήμερα να προκαλεί «φεστιβάλ» ελληνικού πολιτισμού ή μουσικής στα γήπεδα και τις πόλεις που επισκέπτεται; Ποιος άλλος δίνει το κίνητρο σε χιλιάδες Έλληνες μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς, με χαλαρούς κατά τα λοιπά δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα, να σηκώνουν με υπερηφάνεια τη γαλανόλευκη, παρέα με αλλοδαπούς φιλάθλους που τους ανταγωνίζονται σε ενθουσιασμό, χωρίς κανέναν άλλο σύνδεσμο με την Ελλάδα πλην της αγάπης τους για το Γιάννη; Σήμερα, η κεντρική γέφυρα στο Μιλγουόλκι, ήταν φωταγωγημένη στα γαλανόλευκα. Πότε είδαμε κάτι παρόμοιο;

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο λοιπόν, πήρε την απόφαση να παραμείνει στην πόλη που τον ανέδειξε, για ακόμη πέντε χρόνια και ενώ στον ορίζοντα είχαν διαφανεί πολλοί επίδοξοι μνηστήρες, από μεγάλες αγορές, να τον «αρπάξουν». Το δίλημμα που είχε ήταν αν θα επιλέξει την σχετική «ανασφάλεια» μιας μικρής ιστορικά ομάδας, που σημαίνει με λιγότερες πιθανότητες τίτλων ή θα προτιμούσε τα ιστορικά franchises, θα θυσίαζε τον όποιο συναισθηματισμό και τους συμβολισμούς του και θα φαινόταν απλός μισθοφόρος ή γυρολόγος, όπως άλλοι.

Προτίμησε μια πιο παραδοσιακή προσέγγιση, μιας άλλης ίσως εποχής μεγαλύτερου ρομαντισμού και πιο συμβατή με το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του. Μπορούμε να πούμε μια πιο ελληνική προσέγγιση, όπως τη χαρακτήρισε ο Πιτίνο, πιο σωστά όμως, μια δική του προσέγγιση. Με την υπογραφή του.

Μια υπογραφή που θα του αποδώσει βέβαια και ένα ασύλληπτο χρηματικό ποσό. Το μεγαλύτερο συμβόλαιο που έχει ποτέ υπογραφεί στο «μαγικό κόσμο του ΝΒΑ»! Αυτό και μόνο, αν αναλογιστούμε ποια ονόματα έχουν αγωνιστεί εκεί, μαρτυρά τι έχει πετύχει αυτά τα λίγα χρόνια. Από τις αλάνες και τα γήπεδα των Σεπολίων, ένας πραγματικός βασιλιάς του ΝΒΑ. Αρχηγός της ομάδας της Ανατολής στο All Star Game, πιο πολύτιμος παίκτης του πρωταθλήματος για 2 χρονιές και πλέον ο παίκτης με το πιο μεγάλο συμβόλαιο. Βγάζουμε το καπέλο μας και απλά παρακολουθούμε τι έπεται, ελπίζοντας σε παρόμοια συνέχεια. Με την ευχή να παραμείνει πάντα «Γιαννάκης», όπως λέει ο ίδιος, με το λαμπρό και αυθεντικά σεμνό του χαμόγελο.

Κι όλα αυτά, έχουν τη σημασία τους, πέρα από τους εντυπωσιακούς αριθμούς. Ανοίγουν θέματα, αποκαλύπτουν διαθέσεις. Πολλοί θα πουν: ωραία και τι μας νοιάζει εμάς; Εκείνος βγάζει τα λεφτά, εμείς θα χαιρόμαστε; Και πράγματι, οι αμοιβές αυτές, η δόξα, είναι προσωπικά κατορθώματα του Γιάννη και της οικογένειάς του. Δεν θα δικαιολογούσαν, αυτόματα, ενθουσιασμό από εμάς, εδώ μακριά. Μπορούμε όμως να αισθανόμαστε χαρά, ακόμα και υπερηφάνεια για τα κατορθώματα ενός τέτοιου παιδιού;

Η θέση μου είναι απολύτως καταφατική, χωρίς να αφαιρώ τίποτε από τον προσωπικό του αγώνα, που του ανήκει αποκλειστικά. Πρώτος εκείνος άλλωστε αναγνωρίζει τη συνεισφορά της πατρίδας του (όπως τη λέει, μαζί με τη χώρα καταγωγής του) και της τοπικής κοινωνίας που μεγάλωσε, στη διαμόρφωσή του. Την αγάπη που έλαβε (χωρίς να παραγνωρίζουμε τις μεγάλες δυσκολίες, στις οποίες επίσης εύλογα ενίοτε αναφέρεται) και την οποία ανταποδίδει πάντα με την 1η ευκαιρία, όπως έκανε πχ προ λίγων μόνο εβδομάδων με την εν κρυπτώ διανομή μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων στα Σεπόλια.

Έχουμε συνηθίσει δυστυχώς να είμαστε εύκολοι στον κακό λόγο, στη μεμψιμοιρία. Εύκολοι να εξαπολύουμε κατηγορίες και να μεμφόμαστε εκείνους που ξεχωρίζουν. Έχουμε ξεχάσει να θαυμάζουμε αγνά και ανιδιοτελώς, να αναγνωρίζουμε επιτεύγματα, να θέτουμε πρότυπα και να λέμε αφενός «και εις ανώτερα» και αφετέρου «μια μέρα κι εμείς εκεί». Να λέμε στα παιδιά μας πως μπορούν να τα καταφέρουν, να βάζουν υψηλούς στόχους και να δουλεύουν γι’ αυτούς. Ο Γιάννης τα κατάφερε. Κι έδωσε ένα παράδειγμα με αξία απαράμιλλη, για εκατομμύρια παιδιά σαν κι εκείνον. Δεν πρόκειται για παραμύθι, είναι μία πραγματικότητα. Αν το έκανε εκείνος, γιατί όχι και άλλοι. Κι ας είναι δύσκολο.

Όπως ο Πρόεδρος Ομπάμα, θαυμαστής δηλωμένος του Γιάννη και μάλιστα από εκείνους που τον προτρέπουν (το έκανε πρόσφατα σε κοινή τους εμφάνιση), λόγω της επιρροής του, να βγαίνει πιο δυναμικά μπροστά σε κοινωνικά ζητήματα, έθεσε ένα προηγούμενο και έκανε εκατομμύρια ανθρώπους να δικαιούνται πλέον να πιστεύουν πως μπορούν να διεκδικήσουν οποιοδήποτε αξίωμα, κάτι τέτοιο έκανε και ο Γιάννης. Έφερε το δικαίωμα στο όνειρο ακόμα πιο κοντά, μέσα στα σπίτια φαινομενικά «καταφρονεμένων». Κι η προσφορά αυτή είναι ανεκτίμητη. Γι’ αυτό άλλωστε και θέλουν να τον κάνουν ταινία. Από τις φορές που πράγματι η ζωή ξεπερνά τη φαντασία.

Κυριαρχεί τις μέρες αυτές, μια σειρά που μας έβαλε στη ζωή των «γαλαζοαίματων». Ανθρώπων που λόγω καταγωγής, νομοτελειακά ζουν μια ζωή πολυτέλειας, φέροντας τίτλους βαρείς. Δούκας, πρίγκιπας, βασιλιάς.

Υπάρχουν και οι άλλοι. Που γεννιούνται στην ανέχεια, προορισμένοι δήθεν για ζωή γεμάτη δυσκολίες, ίσως και περιθωρίου. Και κατορθώνουν, με έναν συνδυασμό «τύχης», αλλά κυρίως σκληρής δουλειάς και προσωπικού ήθους, να κατακτήσουν τον Όλυμπο.

Να γίνουν βασιλιάδες της καρδιάς πόλεων, αθλημάτων, χωρών. Αυτούς τους τελευταίους, τους βγάζουμε το καπέλο.

Μας κάνουν να χαμογελάμε και να τους δείχνουμε με το δάκτυλο: «Να, σαν και αυτόν»! Πολλοί αθλητές σημάδεψαν εποχές. Είχαμε την τύχη να γαλουχηθούμε στην εποχή του ασύγκριτου Γκάλη, να ζήσουμε τη βασιλεία του αξεπέραστου Τζόρνταν, τώρα ζούμε το θρύλο του βασιλιά Γιάννη και την ιστορία του θα διηγούμαστε για πολλά χρόνια.

*Ο Νίκος Κασκαβέλης είναι δικηγόρος (ΜΔΕ, MSc)