Συνιστά πραγματικότητα το γεγονός ότι οι Κεντρικές Τράπεζες όλου του κόσμου, μέσω των πολιτικών παροχής ρευστότητας μετά την κρίση του 2008, αλλά και των κρίσεων που ακολούθησαν (βλ. Covid-19), υπερθέρμαναν τομείς της οικονομίας, που άλλοτε είναι ορατοί και άλλοτε όχι. Η τρέχουσα οικονομική σχολή σκέψης μάς υποδεικνύει, ότι οι πολιτικές αυτές θα αντιστραφούν με σκοπό να προστατευθούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από μια σημαντική περαιτέρω υπερθέρμανση με άγνωστες συνέπειες για την οικονομία.

Η σημαντική αύξηση των τιμών και οι πληθωριστικές πιέσεις οδηγούν σε αποφάσεις αύξησης των επιτοκίων, οι οποίες θα οδηγήσουν σε έκρηξη τις όποιες «φούσκες» δημιουργήθηκαν την προηγούμενη 10ετία, κατευθύνοντας την οικονομία σε ύφεση. Η βαρύτητα που δίνουμε, ώστε να εκδηλωθεί η ύφεση είτε πιο ρηχή είτε ενίοτε βαθύτερη είναι ισόποση, καθώς καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς σήμερα τις επιπτώσεις των αντίρροπων δυνάμεων που ενεργούν στο οικονομικό σύστημα.

Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία διατηρεί την πεποίθησή μας ότι οι τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών αλλά και ειδών διατροφής θα παραμείνουν υψηλές. Οι όποιες πολιτικές παρεμβάσεις ενδεχομένως να οδηγήσουν σε ελαφριά αποκλιμάκωση δημιουργώντας εντούτοις άλλες εστίες προβληματισμού, όπως η περαιτέρω διεύρυνση των κρατικών προϋπολογισμών σε μια περίοδο όπου αυτοί ήδη βρίσκονται σε ακραίες τιμές. Επιπρόσθετες πιέσεις στον πληθωρισμό επιφέρουν τόσο η ισχυρή αγορά εργασίας (αυξημένα μισθολόγια), όσο και η μειωμένη προσφορά από την πλευρά της παραγωγής.

Οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν διαμηνύσει σε κάθε τόνο ότι η 10ετία του ’70 αποτελεί οδηγό στη διαχείριση της τρέχουσας συγκυρίας και στοχεύουν σε περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων με σκοπό να επαναφέρουν τις τιμές καταναλωτή σε υγιή επίπεδα. Με βάση αυτό, οι οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν ότι τα επιτόκια σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα θα κυμανθούν σε Ευρώπη και Αμερική στο 3% και στο 5% αντίστοιχα.

Τον μεγαλύτερο κίνδυνο αποτελεί κατά τη γνώμη μας, οι εκτιμήσεις αυτές να είναι εσφαλμένες και οι Κεντρικές Τράπεζες να αναγκαστούν να διατηρήσουν τα επιτόκια υψηλά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σε επίπεδα που τη στιγμή αυτή δεν είναι ορατά. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ύφεση στην οικονομία θα είναι μεγαλύτερη με αρνητικές επιπτώσεις σε όλες τις κατηγορίες επένδυσης. Είναι μια πραγματικότητα ότι οι μεγαλύτεροι επενδυτικοί οίκοι σήμερα αυξάνουν την πιθανότητα ύφεσης το επόμενο διάστημα, με αρκετούς από αυτούς να κατατάσσουν την εξέλιξη αυτή στα βασικά τους σενάρια.

Σε μια περίοδο αβεβαιότητας η αποτελεσματικότερη προσέγγιση είναι η διατήρηση θέσεων σε μετρητά, η τοποθέτηση σε ομολογιακούς τίτλους σχετικά κοντινής λήξης και υψηλού κουπονιού και η επιλογή μετοχικών τίτλων με υψηλά μερίσματα και υγιείς ισολογισμούς (Value Stocks που εμπεριέχουν ένα συγκεκριμένο Risk Premium).

Η στρατηγική αυτή αποτελεί τη διέξοδο σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι, ένα μονοπάτι που χρειάζεται ταχείς ελιγμούς ανακατανομής, ώστε να εκμεταλλευόμαστε τις όποιες ευκαιρίες δημιουργούν η αβεβαιότητα και η μεταβλητότητα των αγορών.

*Ο Ιωάννης Μαρκάκης είναι Διευθυντής Τομέα Διαχείρισης Περιουσίας Euroxx – Μέλος Δ.Σ