Η σύλληψη της φοροδιαφυγής ήταν πάντα ένα ανέκδοτο στην Ελλάδα. Κανείς δεν κατάφερε να τη συλλάβει και είναι αμφίβολο αν κανείς θέλησε ποτέ πραγματικά να τη συλλάβει, διότι απλούστατα όλοι συμμετέχουμε σε αυτό το «εθνικό σπορ». Συνήθως οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν τη σύλληψη της φοροδιαφυγής ως δικαιολογία όταν τις ρωτούσαμε πού θα βρουν λεφτά για τις μεγάλες παροχές που υπόσχονται. Λέγανε «από τη σύλληψη της φοροδιαφυγής», η οποία όμως ποτέ δεν πέτυχε, και έτσι έφτιαχναν έναν ψευδώς ισορροπημένο Προϋπολογισμό, ο οποίος κατέληγε φυσικά σε μεγάλα ελλείμματα στην πράξη.

Η φοροδιαφυγή χρειάζεται δύο -όπως το ταγκό– για να πετύχει. Αυτόν που εισπράττει και αυτόν που πληρώνει. Οταν λοιπόν καταδικάζουμε τον φοροφυγά, ξεχνάμε ότι εμείς τον πληρώνουμε με «μαύρα».

Μου θυμίζει μια έρευνα που είχε γίνει πολύ παλιά στους συνδρομητές της πρώτης πλατφόρμας συνδρομητικής τηλεόρασης. Ηταν μια έρευνα με δύο πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις. Ρώταγε τους συνδρομητές του καναλιού: «Εσείς, τι βλέπετε στο κανάλι μας;». Η απάντηση του 100% των συνδρομητών ήταν: «Αθλητικά και ταινίες». Η δεύτερη ερώτηση ήταν: «Τι πιστεύετε ότι βλέπουν οι άλλοι συνδρομητές;». Η απάντηση ήταν: «Τσόντες».

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τη φοροδιαφυγή. Ποιος φοροδιαφεύγει; Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, μπογιατζήδες, γιατροί, καθηγητές που κάνουν ιδιαίτερα κ.λπ. Ποιος τους πληρώνει με «μαύρα»; Ολοι μας. Τους πληρώνουμε με «μαύρα» μετρητά για να γλιτώσουμε τον ΦΠΑ που αυξάνει σημαντικά το κόστος για τον καταναλωτή του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Και επειδή η αγορά όλων αυτών των υπηρεσιών δεν είναι δομημένη και δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν συναλλαγές που γίνονται πίσω από μια κλειστή πόρτα μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή, δεν είναι εφικτή και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής σε αυτό το επίπεδο. Για να περιοριστεί η φοροδιαφυγή πρέπει να δοθεί κίνητρο σε αυτόν που πληρώνει – και το κίνητρο μπορεί να είναι μόνο ένα: να εκπίπτουν οι δαπάνες αυτές από το φορολογητέο εισόδημά του.

Κάποιοι θεωρούν ότι ο περιορισμός των μετρητών στις συναλλαγές μπορεί να φέρει αποτέλεσμα. Θεωρητικά έτσι είναι. Αν δεν μπορείς να πληρώσεις μετρητά επειδή δεν τα δέχεται ο επαγγελματίας, η φοροδιαφυγή περιορίζεται. Ομως στην πράξη ποιες είναι αυτές οι «μαύρες» συναλλαγές; Ολα τα καταστήματα λιανικών πωλήσεων, σούπερ μάρκετ, ρούχα, παπούτσια κ.ά. χτυπάνε αποδείξεις στην ταμειακή τους μηχανή. Συνεπώς εκεί φοροδιαφυγή δεν υπάρχει. Υπάρχει ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος αν κάποιος πληρώνει με μετρητά. Εφόσον όμως ο περιορισμός μετρητών είναι 500 ευρώ ανά συναλλαγή, ο κάθε φοροφυγάς που έχει μετρητά μπορεί να ξοδέψει εύκολα κάθε μήνα 2-3 χιλιάδες ευρώ πληρώνοντας μετρητά στα καταστήματα λιανικής που δεν φοροδιαφεύγουν. Συνεπώς συνεχίζεται το πλεονέκτημα του φοροφυγά που εισπράττει «μαύρα» μετρητά, αφού μπορεί με ευκολία να τα διαθέσει στην αγορά χωρίς πρόβλημα.

Για να περιοριστεί η φοροδιαφυγή στους ελεύθερους επαγγελματίες θα πρέπει να μειωθεί πάρα πολύ ή και να εκμηδενιστεί το όφελος που έχει ο καταναλωτής αυτών των υπηρεσιών πληρώνοντας «μαύρα». Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί όσο υπάρχει ο ΦΠΑ. Η Εφορία είναι υποχρεωμένη από την πραγματικότητα να δεχτεί ότι δεν μπορεί να συλλάβει αυτού του είδους τη φοροδιαφυγή και γι’ αυτό εξάλλου χρησιμοποιεί το τεκμήριο ότι όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν ελάχιστο εισόδημα τουλάχιστον ίσο με τον βασικό ετήσιο μισθό. Καλούνται λοιπόν όλοι αυτοί να πληρώσουν ένα χιλιάρικο φόρο τουλάχιστον. Πολλοί το θεωρούν άδικο και εξισωτικό για όλους. Είναι. Ομως δεν υπάρχει άλλος τρόπος προσέγγισης του ζητήματος. Και φυσικά δεν αρκεί αυτό, διότι θα πληρώσει ένα χιλιάρικο αυτός που έκρυβε τελικά 10.000 εισόδημα τον χρόνο, αλλά θα πληρώσει πάλι ένα χιλιάρικο και αυτός που έκρυβε 100.000 εισόδημα τον χρόνο.

Οσον αφορά στα ακίνητα και το μέτρο απαγόρευσης αγοραπωλησιών ακινήτων με μετρητά, είναι σωστό μέτρο, αλλά και πάλι είναι αμφίβολο αν θα λειτουργήσει. Διότι το μέρος της συναλλαγής που γίνεται με μετρητά δεν είναι αναγκαίο να γνωστοποιηθεί στον συμβολαιογράφο, συνήθως γίνεται εκτός συμβολαιογραφείου χέρι με χέρι και στη συμβολαιογραφική πράξη αναγράφεται το επίσημο τίμημα και πληρώνεται ο φόρος επί της αντικειμενικής αξίας. Συνεπώς οι αγοραπωλησίες ακινήτων όπου μέρος του τιμήματος γίνεται με μετρητά θα εμποδιστούν μεν σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν θα καταργηθούν.

Για να αντιμετωπιστεί η πραγματικά μεγάλη και συστηματική φοροδιαφυγή χρειάζονται έλεγχοι με κριτήριο το επίπεδο διαβίωσης.
Η Εφορία γνωρίζει πού και πώς ζει ο καθένας μας και όπως όλοι εύκολα διαπιστώνουμε κυκλοφορώντας στους δρόμους, η επιδειξιμανία συνήθως πάει χέρι-χέρι με τη φοροδιαφυγή. Πάρα πολλοί από αυτούς που φοροδιαφεύγουν ζουν πολυτελέστατα σε βίλες και επαύλεις, ενώ διαθέτουν πολλά και πανάκριβα αυτοκίνητα και άλλα πολυτελή αγαθά τα οποία επιδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία. Αυτούς πρέπει να εντοπίσει και να ελέγξει η Εφορία – και είναι βέβαιο ότι θα φέρει αποτέλεσμα. Διότι προφανώς δεν θα μπορούν να δικαιολογήσουν το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο διαβίωσης οι εντελώς άγνωστοι και αγνώστου επαγγέλματος πάμπλουτοι που κυκλοφορούν επιδεικτικά γύρω μας.