Η χώρα μας από το 1980 μέχρι και το τέλος των μνημονίων βίωσε μία συνεχή αποβιομηχάνιση. Το αποτέλεσμα αυτής της αποβιομηχάνισης ήταν ότι το 2019 η χώρα μας ήταν στην 135η θέση του κόσμου ως προς το ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής σε σχέση με το σύνολο της οικονομίας.

Αυτή η αποβιομηχάνιση έγινε για πολλούς λόγους. Ήταν σαφώς αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε για δεκαετίες, με επίκεντρο το κράτος και τις συνεχείς παρεμβάσεις στο ρυθμιστικό, φορολογικό και εργασιακό περιβάλλον που ακολούθησαν σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Κάθε χρόνος που περνούσε έκανε πιο δύσκολη τη δημιουργία ή ακόμα και τη διατήρηση μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων στη χώρα μας.

Η ελληνική βιομηχανία δεν έχει ακόμα τη θέση που της αντιστοιχεί στους κρατικούς σχεδιασμούς και στην πολιτική διαβούλευση. Η κοινή γνώμη πρέπει να γνωρίζει ότι κανείς κλάδος δεν έχει τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις της βιομηχανίας στην οικονομία και την κοινωνία. Η βιομηχανική παραγωγή μπορεί να συμβάλλει: (α) στην αύξηση των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών καθώς και στην αναβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, (β) στη δημιουργία μεγαλύτερης εγχώριας προστιθεμένης αξίας, (γ) στη χρήση των πιο εξελιγμένων τεχνολογιών οργάνωσης και παραγωγής, (δ) στη διάχυση των συνεργειών σε ολόκληρο το επιχειρηματικό οικοσύστημα, και (στ) στην παραμονή στην Ελλάδα νέων επιστημόνων, στελεχών, και μηχανικών.

Η κυβέρνηση έχει δομήσει μια αναπτυξιακή στρατηγική για την επόμενη δεκαετία με βάση τις προτάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη καθώς και τους τέσσερις βασικούς άξονες δράσεων που έχει θέσει ως προτεραιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατατάσσει όλες τις προτάσεις έργων σε αυτές τις τέσσερις ενότητες. Το βασικό μειονέκτημα της κυβερνητικής πρότασης είναι ότι στις μεγάλες ενότητες έργων που καθορίζει δεν έχει αναπτύξει μια κεντρική στρατηγική. Για παράδειγμα, στον τομέα της εκβιομηχάνισης αναφέρει σειρά επιμέρους έργων, χωρίς να διατυπώνει τον κεντρικό στόχο που δεν μπορεί να είναι άλλος από την «αύξηση των εξαγωγών και την υποκατάσταση των εισαγωγών». Η διατύπωση αυτού του εθνικού στόχου θα λειτουργήσει ως καταλύτης για τον προγραμματισμό και την υλοποίηση όλων των σχετικών επενδύσεων.

Λόγω του μεγέθους της χώρας, ο κύριος παράγοντας που θα καθορίσει την βιωσιμότητα των εξαγωγικών επιχειρήσεων είναι η κλίμακα παραγωγής. Στο σημείο αυτό χρειάζεται η συνεργασία του κράτους με τους ιδιωτικούς φορείς, ώστε να καθοριστούν οι τομείς της οικονομίας με την μεγαλύτερη εξαγωγική δυναμική και στους τομείς αυτούς να επιδιωχθεί η μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων. Στην περίπτωση αυτή, θα γίνει δυνατή η χρήση παραγωγικών διαδικασιών που θα βασίζονται στις προδιαγραφές της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, διότι η ρομποτική, ο αυτοματισμός, η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιακή τεχνολογία αμβλύνουν τις διαφορές κόστους παραγωγής μεταξύ χωρών με χαμηλό και υψηλό κόστος εργασίας. Επιπλέον, η δημιουργία εξαγωγικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας θα οδηγήσει στην αναβάθμιση του ελληνικού μάρκετινγκ με εξειδικευμένα στελέχη και νέα τεχνογνωσία, που θα συμβάλλουν στην καθιέρωση των διεθνώς εμπορεύσιμων ελληνικών προϊόντων. Ένα παράδειγμα εφαρμογής αυτής της στρατηγικής είναι ο αγροτικός τομέας, στον οποίο η δημιουργία ενός Φορέα Αγροτικών Εξαγωγών, θα είχε θεαματικές επιδόσεις τόσο στις εξαγωγές όσο και στη δημιουργία κινήτρων για αύξηση της αγροτικής παραγωγής (βλέπε, άρθρο μου στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ: 31.5.2020)

Η δεύτερη διάσταση της προτεινόμενης στρατηγικής είναι η συστηματική υποκατάσταση των εισαγωγών, με εγχωρίως παραγόμενα αντίστοιχα προϊόντα. Και στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητος ο εθνικός σχεδιασμός. Οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς, σε συνεργασία με τις μεγάλες συμβουλευτικές εταιρείες, πρέπει να επιλέξουν τους τομείς της οικονομίας στους οποίους υπάρχει ή μπορεί να δημιουργηθεί σχετικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την εγχώρια παραγωγή. Για παράδειγμα, μια τέτοια κατηγορία προϊόντων θα μπορούσε να αντληθεί από τις χιλιάδες προϊόντα που εισάγουν και πωλούν στην Ελλάδα οι μεγάλες εμπορικές αλυσίδες (ρούχων, συσκευών, εξαρτημάτων, επίπλων, κλπ). Από τις χιλιάδες προϊόντων, θα μπορούσαν να επιλεγούν μερικές δεκάδες για την παραγωγή τους στην Ελλάδα και με τις ίδιες ακριβώς προδιαγραφές. Η συμφωνία θα προέβλεπε την εξασφαλισμένη απορρόφηση της εγχώριας παραγωγής από τις εν λόγω εμπορικές αλυσίδες.

Όμως, για την υλοποίηση τέτοιων διεθνών συνεργασιών θα έπρεπε η Πολιτεία να προωθήσει τη δημιουργία των κατάλληλων επιχειρηματικών σχημάτων, με τις εξαγορές και συγχωνεύσεις μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων καθώς και με τη δημιουργία συστάδων επιχειρήσεων (clusters). Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις επιβάλλεται να επιδιώκουν τη μεγιστοποίησή τους μέχρι να φθάσουν στο άριστο μέγεθος, στο οποίο επιτυγχάνεται το κατώτερο δυνατό κόστος σε κάθε συγκεκριμένη αγορά.

Πέραν των συγχωνεύσεων, πρέπει να επιδιωχθεί και η δημιουργία επιχειρηματικών συνεργασιών με τη μορφή συστάδων επιχειρήσεων (clusters). Αυτές είναι ομάδες ανταγωνιστικών επιχειρήσεων σε γειτνιάζουσες περιοχές που αποσκοπούν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους με τη διάχυση γνώσεων και καλών πρακτικών, και με την επίτευξη οικονομιών κλίμακας (κοινές μεταφορές, προμήθειες, αποθήκευση, εισαγωγή νέων τεχνολογιών, πρόσβαση σε αγορές κεφαλαίων, εξειδικευμένο προσωπικό, έγκαιρη πληροφόρηση και κοινή προβολή και προώθηση). Παραδείγματα επιχειρηματικών συνεργατικών σχηματισμών τύπου clusters είναι τα Κέντρα Επίπλου στην Ελλάδα, ο Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών Αττικής, το Δίκτυο Κατασκευαστών Ηλιακών Συστημάτων, κλπ.

Συμπερασματικά, η επαναβιομηχάνιση της χώρας προϋποθέτει την εκπόνηση στρατηγικής με στόχο την αύξηση των εξαγωγών και την υποκατάσταση των εισαγωγών.