Σημαντικά φορολογικά κίνητρα παρέχονται τα τελευταία δύο χρόνια σε αλλοδαπούς κατοίκους, προκειμένου να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα με μία σειρά από νέα νομοθετήματα, που βασίζονται σε ανάλογες διατάξεις ξένων χωρών, όπως της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Μάλτας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο, που επιχειρεί να προσελκύσει στη χώρα μας τρεις διαφορετικές κατηγορίες ιδιωτών: ιδιώτες μεγάλου πλούτου, συνταξιούχους και τέλος μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους από το εξωτερικό, που επιθυμούν να μεταφέρουν την τεχνογνωσία τους στη χώρα μας συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, που επιθυμούν να επαναπατριστούν και των «ψηφιακών νομάδων».

Φυσικά πρόσωπα υψηλής εισοδηματικής επιφάνειας

Ήδη από το 2020 μπορούν να καταστούν φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας πρόσωπα της «οικονομικής ελίτ», εφόσον πραγματοποιήσουν στη χώρα μας επένδυση ποσού τουλάχιστον 500.000 € σε ακίνητα, επιχειρήσεις,  κινητές αξίες, μετοχές ή μερίδια σε νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες με έδρα την Ελλάδα και εφόσον δεν ήταν Έλληνες φορολογικοί κάτοικοι τα προηγούμενα 7 από τα 8 χρόνια πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας τους στη χώρα μας.

Εφόσον υπαχθούν στο εν λόγω καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης οι επενδυτές οφείλουν να καταβάλουν ετήσιο  φόρο ποσού 100.000 € κατ’ αποκοπή για το σύνολο του εισοδήματός τους, που προκύπτει στην αλλοδαπή, ενώ μπορούν να συμπεριλάβουν στο καθεστώς αυτό και μέλη της οικογένειάς τους με επιπλέον κατ’ αποκοπή ετήσιο φόρο 20.000  € ανά συγγενικό πρόσωπο.

Επιπλέον, απαλλάσσονται από το φόρο δωρεάς και κληρονομιάς της αλλοδαπής περιουσίας τους. Κατά τα άλλα, ως προς το εισόδημα, που προκύπτει στην Ελλάδα, τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα θα φορολογούνται κατά τις γενικές ισχύουσες στην ημεδαπή φορολογικές διατάξεις. Η μέγιστη διάρκεια υπαγωγής στο εν λόγω φορολογικό καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης είναι τα 15 έτη.

Συνταξιούχοι αλλοδαπής

Αντίστοιχη δυνατότητα μεταφοράς της φορολογικής τους κατοικίας στην Ελλάδα για μέγιστη διάρκεια 15 ετών δίνεται και στους αλλοδαπούς συνταξιούχους, που επιθυμούν να επωφεληθούν του κλίματος και της γεωγραφικής θέσης της χώρας μας. Προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο εν λόγω καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης είναι να μην ήταν φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας τα προηγούμενα 5 από τα 6 έτη πριν από τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας τους στην Ελλάδα και να μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία από κράτος, με το οποίο είναι σε ισχύ συμφωνία διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας με την Ελλάδα. Οι ανωτέρω συνταξιούχοι θα καταβάλλουν ετήσιο φόρο με συντελεστή μόλις 7% επί του συνόλου του εισοδήματός τους, που αποκτήθηκε στο εξωτερικό.

Ωστόσο, η απήχηση του ανωτέρω φορολογικού καθεστώτος στους συνταξιούχους, έχει προκαλέσει την έντονη ανησυχία ξένων χωρών ότι θα απωλέσουν σημαντικά έσοδα, δεδομένου ότι δε θα νομιμοποιούνται πλέον να φορολογούν τους ανωτέρω συνταξιούχους για το παγκόσμιο εισόδημα τους, ενώ οι τελευταίοι δε θα πραγματοποιούν πλέον τις ετήσιες δαπάνες τους στο έδαφος των κρατών αυτών, αλλά στη χώρα μας. Μάλιστα, η Σουηδία, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι επιθυμεί να τερματίσει την Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (ΣΑΔΦ), που είχε υπογράψει με την Ελλάδα, με την αιτιολογία ότι οι συνταξιούχοι που εντάσσονται στο συγκεκριμένο καθεστώς απολαμβάνουν εξαιρετικά ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης (7%) ως προς τα σουηδικής πηγής εισοδήματά τους.

Μισθωτοί και Αυτοαπασχολούμενοι – Αντιστρέφοντας το Brain Drain

Τη δυνατότητα να απαλλαγούν από τον φόρο εισοδήματος και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για το 50% του εισοδήματος, που αποκτούν στην Ελλάδα, για 7 συναπτά χρόνια έχουν οι μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι, που μετεγκαθίστανται στη χώρα μας από χώρες του εξωτερικού. Το νέο αυτό σχέδιο, με το οποίο επιδιώκεται να αντιστραφεί το brain drain, μπορεί να επιτευχθεί μέσω του επαναπατρισμού των Ελλήνων, που απουσιάζουν χρόνια στο εξωτερικό, αλλά και της προσέλκυσης αλλοδαπού εργατικού δυναμικού υψηλών προσόντων, καθώς και εργαζομένων στον ψηφιακό τομέα, που επιθυμούν να εργάζονται ακόμα και εξ’ αποστάσεως. Οι προϋποθέσεις, που πρέπει σωρευτικά να συντρέχουν για την υπαγωγή τους στο ανωτέρω καθεστώς, είναι οι ακόλουθες:

α) δεν ήταν φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδος τα προηγούμενα 5 από τα 6 έτη πριν από τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα,
β) μεταφέρουν τη φορολογική του κατοικία από κράτος μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή από κράτος με το οποίο είναι σε ισχύ συμφωνία διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας με την Ελλάδα,

γ) παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα στο πλαίσιο μισθωτής εργασιακής σχέσης ή μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα με σκοπό να ασκήσουν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και

δ) δηλώνουν ότι θα παραμείνουν στην Ελλάδα τουλάχιστον για μία διετία.

Οι ανωτέρω νομοθετικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στην τόνωση της ελληνικής οικονομίας, προσελκύοντας στην Ελλάδα ιδιώτες υψηλής εισοδηματικής επιφάνειας, συνταξιούχους, καθώς και Έλληνες, που επιθυμούν να επαναπατριστούν φέροντας στη χώρα μας την τεχνογνωσία τους αλλά και «ψηφιακούς νομάδες». Μάλιστα, γεγονότα που επηρεάζουν τον παγκόσμιο γεωπολιτικό κόσμο, όπως το Brexit και ο πόλεμος στην Ουκρανία αναμένεται να αυξήσουν τα μεταναστευτικά ρεύματα από τις εν λόγω χώρες και ενδεχομένως αντίστοιχα τους επενδυτές, συνταξιούχους, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους και ψηφιακούς νομάδες, που επιθυμούν να μετεγκατασταθούν στη χώρα μας από τα εν λόγω κράτη.

Όσο ελκυστικές, όμως, και αν είναι οι ρυθμίσεις αυτές ως νομοθετήματα, δε θα έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αν δε συνοδευτούν από τις αντίστοιχες διευκολύνσεις στην υλοποίησή τους και από πραγματική διάθεση συνεργασίας από την πλευρά της φορολογικής διοίκησης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, εφόσον οι κανονιστικές οδηγίες της διοίκησης λειτουργούν διευκρινιστικά, χωρίς να δημιουργούν ερμηνευτικά κενά και πρακτικές δυσχέρειες στην εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων περί εναλλακτικής φορολόγησης και εφόσον οι φορολογικές αρχές είναι πρόθυμες να συνεργαστούν με τους ενδιαφερόμενους κατά την υποβολή και εξέταση των αιτήσεών τους απαντώντας άμεσα και κατατοπιστικά σε τυχόν ερωτήματά τους, προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διαδικασία εξέτασης και αποδοχής ή απόρριψης των αιτήσεών τους. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά δε θα αφήσουμε τυχόν γραφειοκρατικά εμπόδια να δυσχεράνουν την υλοποίηση μιας δελεαστικής νομοθετικής πρωτοβουλίας.

*Η Κατερίνα Καλαμπαλίκη είναι δικηγόρος στη δικηγορική εταιρεία «Φορτσάκης, Διακόπουλος, Μυλωνογιάννης και Συνεργάτες»