Των Παναγιώτη Δ. Αλεξάκη, Ομ. Καθηγητή ΕΚΠΑ και Αθανάσιου Ν. Προμπονά, Risk and Credit Administrator, Pantelakis Securities S.A.
Όλο και με μεγαλύτερη σαφήνεια τελευταία, η γεωπολιτική αποτελεί πλέον κοινό τόπο για τους διεθνείς επενδυτές. Έχει μετατραπεί στον πρωταρχικό και συνάμα πιο καθοριστικό παράγοντα του επενδυτικού περιβάλλοντος, υπερισχύοντας συχνά ακόμη και της ίδιας της οικονομικής ανάλυσης. Δεν πρόκειται για μια γενική εκτίμηση περί αβεβαιότητας αλλά για μια διαπιστωμένη αλλαγή στο μοντέλο λήψης αποφάσεων για την τοποθέτηση κεφαλαίων, σε επίπεδο κινδύνου χώρας (sovereign risk), εταιρικών αξιολογήσεων και επενδυτικών στρατηγικών. Τα γεγονότα στην Ουκρανία, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, η σύγκρουση ΗΠΑ–Κίνας, το σύστημα αποτροπής σύρραξης γύρω από την Ταιβάν, η αστάθεια στις θαλάσσιες διαδρομές, η ασφάλεια και ο επανακαθορισμός των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, oι διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων, το ενεργειακό κόστος, η εξάρτηση από συγκεκριμένες τεχνολογίες ή πρώτες ύλες και η πιθανότητα απότομων γεωπολιτικών ανατροπών, έχουν μπει δυναμικά στο ισοζύγιο κάθε απόπειρας λήψης επενδυτικών αποφάσεων.
Μολονότι, τελικά, είναι τα οικονομικά στοιχεία που διαμορφώνονται και επηρεάζουν τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, ο επενδυτής του 2026 δεν εστιάζει μόνο σε αριθμούς. Απεναντίας, παρακολουθεί διάφορα «στρώματα» κινδύνου, τα οποία δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε οικονομικές μεταβλητές, καθώς σημαντικό μέρος της αβεβαιότητας έχει καταστεί μη μετρήσιμο. Η γεωπολιτική, πλέον, δεν επηρεάζει απλώς τις αγορές. Έχει γίνει μέρος του θεμελιώδους μοντέλου αποτίμησης και εξήγησης των αποδόσεων.
Σε τεχνικό επίπεδο, η ενσωμάτωση της γεωπολιτικής στο κόστος κεφαλαίου πραγματοποιείται μέσω της αναθεώρησης τόσο του ακίνδυνου επιτοκίου, όσο και των λεγόμενων equity risk premium και του country risk premium. Οι διαχειριστές κεφαλαίων δεν περιορίζονται μόνο στη χρήση των παραδοσιακών δεικτών (CDS spreads, αποδόσεις κρατικών ομολόγων, πιστωτικές βαθμολογήσεις), αλλά εφαρμόζουν πολυπαραγοντικά μοντέλα που συνδυάζουν πολιτικούς δείκτες σταθερότητας, δείκτες στρατηγικής εξάρτησης (strategic dependency indices), βαθμούς ενεργειακής αυτάρκειας και δείκτες ανθεκτικότητας εφοδιαστικών αλυσίδων. Αυτές οι μεταβλητές μεταφράζονται σε πρόσθετα ασφάλιστρα κινδύνου, τα οποία διογκώνουν το μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου, επηρεάζοντας άμεσα τις αποτιμήσεις μέσω της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά και η ανάλυση σεναρίων (scenario analysis και stress testing), η οποία πλέον αποτελεί βασικό εργαλείο όχι μόνο για τις τράπεζες αλλά και για τις επιχειρήσεις. Οι επενδυτές εξετάζουν συστηματικά σενάρια απότομης αναταραχής σε περιοχές, όπως στην Ανατολική Μεσόγειο, διακοπής ενεργειακών ροών, ανακατατάξεων στις θαλάσσιες μεταφορές ή αλλαγής καθεστώτων στις περιφερειακές ισορροπίες. Τα σενάρια αυτά μεταφράζονται σε υποθέσεις για αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, περιορισμό ρευστότητας, επιβράδυνση επενδύσεων και πιέσεις στις ταμειακές ροές.
Παράλληλα, η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση γεωπολιτικής και χρηματοπιστωτικών αγορών αποτυπώνεται και στη διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των επιμέρους κατηγοριών επενδυτών. Οι θεσμικοί επενδυτές μακράς πνοής (sovereign wealth funds, pension funds, ασφαλιστικά ταμεία) επιδεικνύουν πλέον σαφή προτίμηση σε χώρες με υψηλό θεσμικό δείκτη προβλεψιμότητας (institutional predictability), ακόμη κι αν οι βραχυπρόθεσμες αποδόσεις είναι χαμηλότερες. Αντιθέτως, τα αντισταθμιστικά κεφάλαια και οι βραχυχρόνιοι επενδυτές ενσωματώνουν τη γεωπολιτική κυρίως μέσω στρατηγικών αντιστάθμισης (hedging strategies), αξιοποιώντας παράγωγα προϊόντα σε ενέργεια, νομίσματα και εμπορεύματα. Σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα, η γεωπολιτική διάσταση εισέρχεται και στην αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου. Τα χαρτοφυλάκια δανείων επανασταθμίζονται με βάση την έκθεση των επιχειρήσεων σε ενεργειακό κόστος, σε εισαγόμενες πρώτες ύλες, σε θαλάσσιες μεταφορές και σε συγκεκριμένες αγορές υψηλού γεωπολιτικού κινδύνου. Η πιστοληπτική ικανότητα δεν αξιολογείται μόνο με όρους κερδοφορίας και μόχλευσης, αλλά και με όρους γεωγραφικής διαφοροποίησης, ανθεκτικότητας εφοδιασμού και στρατηγικής ευελιξίας.
Για χώρες όπως η Ελλάδα, το γεωπολιτικό ασφάλιστρο κινδύνου λειτουργεί ως «κόφτης» στην πλήρη κεφαλαιοποίηση των θετικών μακροοικονομικών εξελίξεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να αποδεικνύουν διαρκώς ότι διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακή διάρθρωση, ισχυρή καθαρή θέση και ικανότητα διαχείρισης και απορρόφησης αρνητικών διαταραχών. Περαιτέρω, κλάδοι με εξωστρεφή προσανατολισμό, αλλά μονομερή εξάρτηση από ασταθείς περιοχές, θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης. Η Ελλάδα εξακολουθεί να προσελκύει περισσότερο κεφάλαια τακτικής φύσεως και λιγότερο δομικά και πιο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, γεγονός που αυξάνει τη μεταβλητότητα των εισροών. Σε αυτό το περιβάλλον, εμφανίζει δύο αντικρουόμενες εικόνες. Από τη μία, η χώρα καταγράφει πρόοδο σε ζητήματα δημοσιονομικής εξυγίανσης και μακροοικονομικής σταθερότητας. Οι επενδυτές αναγνωρίζουν ότι η χώρα δεν είναι πλέον ένας από τους αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης, κινείται με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και εμφανίζει σημαντικές ευκαιρίες σε ενέργεια, logistics, τουρισμό και τεχνολογία. Από την άλλη, υπάρχουν «διαρθρωτικά κενά» (fundamental gaps) που αναδεικνύονται ακριβώς επειδή το νέο επενδυτικό κλίμα βασίζεται πλέον περισσότερο στη γεωπολιτική παρά στα οικονομικά δεδομένα. Αυτά τα κενά αφορούν κυρίως τέσσερις διαστάσεις.
Εν πρώτοις, αφορούν την παραγωγικότητα, η οποία παραμένει από τις χαμηλότερες στην ΕΕ και αντανακλά βαθύτερα προβλήματα στη δομή της ελληνικής οικονομίας. Πιο αναλυτικά, η ύπαρξη μικρού μεγέθους επιχειρήσεων, οι περιορισμένες εταιρικές ενσωματώσεις, οι περιορισμένες καινοτόμες δραστηριότητες, η αργή ενσωμάτωση των εξελιγμένων τεχνολογικών διαδικασιών, η χαμηλή αποτελεσματικότητα στους φορείς δημόσιας διοίκησης, η παραμονή ισχυρών αντικινήρων στην επιχειρηματικότητα αλλά και η ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, είναι βασικά στοιχεία που υποστηρίζουν το επιχείρημα αυτό . Η χαμηλή παραγωγικότητα δεν είναι μια στείρα αριθμητική ένδειξη, είναι ένας πρακτικός περιορισμός. Ο ενημερωμένος επενδυτής γνωρίζει ότι όταν η παραγωγικότητα βρίσκεται χαμηλά, οι αποδόσεις ακολουθούν ανάλογη πορεία, το λειτουργικό ρίσκο είναι υψηλότερο και η ανάγκη για κεφαλαιακές δαπάνες είναι αυξημένη, αυτά είναι που τελικά εμποδίζουν τη χώρα να φτάσει τα διεθνή σημεία αναφοράς (benchmarks).
Εξίσου κρίσιμη είναι και η διάσταση του ανθρώπινου κεφαλαίου, η οποία συνδέεται άμεσα με την παραγωγικότητα και τη γεωπολιτική ανθεκτικότητα. Η διαρροή υψηλής εξειδίκευσης (brain drain), η γήρανση του πληθυσμού και οι ελλείψεις σε τεχνολογικά και επιστημονικά στελέχη, ενισχύουν το μακροοικονομικό ρίσκο σε βάθος χρόνου. Οι διεθνείς επενδυτές αξιολογούν πλέον το ανθρώπινο δυναμικό ως στρατηγικό απόθεμα εθνικής ισχύος και όχι απλώς ως παράγοντα κόστους. Η ικανότητα μιας χώρας να παράγει, να προσελκύει και να διατηρεί εξειδικευμένο προσωπικό συνδέεται άμεσα με την ικανότητά της να συμμετέχει σε κρίσιμες αλυσίδες αξίας χαμηλής γεωπολιτικής τρωτότητας.
Η δεύτερη διάσταση αφορά την επιβράδυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI, Foreign Direct Investments). Είναι αλήθεια πως, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξαν μεγάλες συμφωνίες, η ροή τους δεν έχει αποκτήσει την επιθυμητή σταθερότητα στον επιδιωκόμενο ενάρετο κύκλο της ελληνικής οικονομίας, καθώς, μάλιστα, σήμερα το επενδυτικό κενό στη χώρα παραμένει πολύ σημαντικό. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι ο καλύτερος καθρέφτης για να διαπιστωθεί πώς αντιλαμβάνεται η διεθνής αγορά τη βιωσιμότητα και τη σταθερότητα μιας χώρας. Όπως τονίστηκε, το πρώτο ερώτημα των διεθνών επενδυτών τα τελευταία δύο χρόνια δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτικό: «Μπορεί η Ελλάδα να εξασφαλίσει σταθερότητα για την επόμενη τετραετία;». Εδώ συναντώνται για τη χώρα μας η γεωπολιτική και η εσωτερική πολιτική: η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περιοχή αυξημένου γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος, που δημιουργεί ευκαιρίες σε πολλούς νευραλγικούς τομείς (ενέργεια, μεταφορές, άμυνα, υποδομές), αλλά ταυτόχρονα αυξάνει και τον κίνδυνο που πηγάζει από εξωτερικούς παράγοντες (απειλές και αδυναμίες). Για παράδειγμα, ένας επενδυτής που εξετάζει ένα επενδυτικό έργο μακράς διάρκειας, δεν θα εξετάσει απλώς αν το επιτόκιο θα πέσει κατά 50 ή 100 μονάδες βάσης, αλλά αν η χώρα θα είναι θεσμικά και πολιτικά σταθερή για αρκετά χρόνια ώστε να ανακτηθεί το κεφάλαιο που επενδύθηκε για να λάβει σάρκα και οστά το μεγάλο επενδυτικό πλάνο και να αποφέρει κέρδη.
Η τρίτη διάσταση αφορά την ενέργεια. Η Ελλάδα δύναται να μετατραπεί σε ισχυρό κόμβο ενέργειας, αλλά η μετάβαση αυτή απαιτεί μακρόπνοες υποδομές, σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο και ισχυρή απορρόφηση κεφαλαίων σε πράσινη τεχνολογία, αποθήκευση, δίκτυα και υποδομές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Στο πεδίο των υποδομών και της ενέργειας, η ανάλυση αποκτά επιπλέον βάρος λόγω της μακράς διάρκειας των επενδύσεων. Έργα LNG, δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αποθήκευση και διασυνδέσεις ενσωματώνουν επενδυτικούς ορίζοντες 20–30 ετών. Σε αυτούς τους χρονικούς ορίζοντες, το πολιτικό και γεωπολιτικό ρίσκο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξωγενής μεταβλητή, αλλά βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της καθαρής παρούσας αξίας (NPV). Οι επενδυτές απαιτούν πλέον ρήτρες σταθερότητας, ρυθμιστικές εγγυήσεις και μηχανισμούς επιμερισμού του γεωπολιτικού κινδύνου, προκειμένου να δεσμεύσουν κεφάλαια μεγάλης κλίμακας. Κάθε καθυστέρηση σε αυτές τις διασφαλίσεις μεταφράζεται αυτομάτως σε αύξηση του προεξοφλητικού επιτοκίου και, κατ’ επέκταση, σε χαμηλότερες αποτιμήσεις. Στο νέο διεθνές πλαίσιο που επικρατεί, η χώρα πρέπει να αποδείξει ότι δεν αποτελεί έναν απλό διάδρομο μετακινήσεων, αλλά αποτελεί έναν κρίσιμο, αξιόπιστο και τεχνολογικά σύγχρονο προορισμό για όσους αναζητούν ενεργειακή ασφάλεια. Μια γεωπολιτική αναταραχή στην ευρύτερη περιοχή θα έχει άμεσο αντίκτυπο στο κόστος ασφάλειας της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου, γεγονός που υποστηρίζει περαιτέρω την ισχυρή σημαντικότητα της γεωπολιτικής σταθερότητας, ως παράγοντα διαμόρφωσης των οικονομικών συνθηκών.
Τέλος, αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν και τη σχέση μεταξύ γεωπολιτικής και κόστους κεφαλαίου, η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω. Στην πράξη, αυτή η σχέση σημαίνει ότι ακόμη κι αν μια χώρα εμφανίζει ισχυρούς οικονομικούς δείκτες, το κόστος κεφαλαίου παραμένει υψηλότερο, εφόσον υπάρχει εξωτερικός κίνδυνος που δεν είναι εύκολο να αντισταθμιστεί. Στην περίπτωση της χώρας μας, το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια περιοχή γεωπολιτικά ενεργή, αλλά όχι απαραιτήτως σταθερή, οδηγεί τους επενδυτές να ενσωματώνουν πλέον στα μοντέλα αξιολόγησής τους παραμέτρους που δεν σχετίζονται ούτε με χρέος ούτε με ανάπτυξη, αλλά με την ανθεκτικότητα σε κρίσεις.
Συνεπώς, το μήνυμα είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στο σημείο όπου τα πλεονεκτήματά της μπορούν να αποφέρουν πολλαπλάσιο όφελος, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συνέχεια και διάρκεια στη σταθερότητα, επιτάχυνση στις μεταρρυθμίσεις και πραγματική βελτίωση της παραγωγικότητας. Με άλλα λόγια, σε ένα περιβάλλον όπου η γεωπολιτική κυριαρχεί, η Ελλάδα πρέπει να δείξει ότι μπορεί να προσφέρει όχι μόνο οικονομική σταθερότητα αλλά και στρατηγική ανθεκτικότητα. Ούτως ή άλλως, στον νέο κόσμο των επενδύσεων, όπου ο κίνδυνος αποτιμάται και με γεωστρατηγικές παραμέτρους, η χώρα έχει την ευκαιρία να γίνει πυλώνας αξιοπιστίας και ανάπτυξης, εάν αντιληφθεί ότι η μεγαλύτερη πρόκληση δεν είναι η βελτίωση των αριθμών, αλλά η οικοδόμηση εμπιστοσύνης σε ένα περιβάλλον με συνεχείς ανατροπές.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.