Η μεγάλη πρόκληση που έχει μπροστά της η χώρα, είναι να επιτύχουμε και να συντηρήσουμε κατά τα επόμενα χρόνια, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας ώστε να διατηρήσουμε τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα αφήνει πίσω το κακό παρελθόν αλλά χρειάζεται να επαναπροσδιορίσει τη θέση της στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη.

Μέχρι τουλάχιστον και το 2027 είναι απαραίτητο να παρουσιάζουμε ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας που θα πείθουν και θα καθησυχάζουν τις αγορές ότι η οικονομία έχει την απαραίτητη δυναμικότητα να εξυπηρετεί το υψηλό χρέος.

Μπορεί το χρέος να είναι συγκεντρωμένο και διευθετημένο σε βάθος χρόνου, αλλά κάπου προς το 2027, θα πρέπει σταδιακά να ξεκινήσει η ανανέωση κάποιων εκδόσεων. Δέκα χρόνια τώρα οι καθαρές επενδύσεις παγίων παραμένουν σε αρνητικό έδαφος και σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, ισοδυναμούν με μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας. Δηλαδή, ενώ το χρέος αυξάνεται, οι παραγωγικές δυνατότητες μειώνονται.

Η Ελλάδα χρειάζεται συνεχείς δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που θα καλύψουν το κενό που δημιούργησε η κρίση. Αυτός είναι ο δρόμος που υποχρεωτικά πρέπει να διανύσουμε για να αποφύγουμε μια νέα περιπέτεια με το χρέος. Αυτή πρέπει να είναι βασική πολιτική προτεραιότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, αν δεν θέλουν να οδηγηθούν -και πάλι- στη λήψη σκληρών και δύσκολων αποφάσεων που θα σαρώσουν τις κοινωνικές πολιτικές.

Πέρα από τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος χάρη στη φιλική προς τις επιχειρήσεις πολιτική, της φορολογικής εκλογίκευσης, της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων για λιγότερη γραφειοκρατία, ταχύτερη δικαιοσύνη κ.λπ. το βασικό όπλο για την κάλυψη του επενδυτικού κενού της χώρας που έχει στα χέρια της η Κυβέρνηση είναι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Η μόχλευση των συγκεκριμένων κεφαλαίων αν γίνει έγκαιρα και αποτελεσματικά μπορεί να δώσει στην οικονομία την ώθηση που χρειαζόμαστε και να μας απαλλάξει από νέες περιπέτειες.

Ωστόσο, ταυτόχρονη υλοποίηση τόσων μεγάλων επενδύσεων δεν είναι πρακτικά εφικτή.

Η Ελλάδα για να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση πρέπει αφενός να υποδεχθεί εργατικά χέρια από άλλες χώρες και αφετέρου να ενεργοποιήσει ένα πλαίσιο, ανάλογο με αυτό των Ολυμπιακών αγώνων του 2004, το οποίο θα επιτρέπει ταχεία αδειοδότηση και εκτέλεση των επενδύσεων.

Έχουμε μπροστά μας μια ιστορική ευκαιρία και μια μεγάλη πρόσκληση που δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως ένα ακόμη ευρωπαϊκό πακέτο βοήθειας, ώστε να μη βρεθούμε υποχρεωμένοι στο τέλος της δεκαετίας να κόβουμε πάλι συντάξεις.