Στην πενταετή ιστορία της τρόικας και του μνημονίου στη χώρα μας είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πλέον εάν προκλητικότερη είναι η ίδια η βαρβαρότητα που επιβλήθηκε, ή η κοροϊδία που τη συνόδευσε.
Προφανώς το δεύτερο υπάρχει για να συνοδεύει το πρώτο, που είναι ο βασικός στόχος της όλης ιστορίας. Όμως βαθμιαία και όσο οι άνθρωποι προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα πιο δύσκολα δεδομένα και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκαλεί το μνημονιακό χειρουργείο στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, το δεύτερο γίνεται όλο και πιο ενοχλητικό.

Γιατί στην οικονομική δυσκολία, στη μείωση του βιοτικού επιπέδου και στα καθημερινά πολλαπλά εμπόδια μπορεί κανείς να προσαρμοστεί ή εν πάση περιπτώσει να τα διαχειριστεί, αφού, εκτός των άλλων, είναι χειροπιαστά, βρίσκονται εκεί μπροστά του και αναμετράται με αυτά έτσι κι αλλιώς. Αλλά την κοροϊδία, τα ψέματα, τις υποκριτικές θεωρίες, τις υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, τις μεγαλοστομίες που καταντούν προσβολή, την ισοπέδωση της αξιοπρέπειας, πώς να τις αντιμετωπίσει κανείς; Όταν οι άλλοι στέκονται σε ένα μικρόφωνο και εκφωνούν εσκεμμένα τις πιο μεγάλες αρλούμπες, τι μπορεί να κάνει κάποιος; Όταν, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, τα πραγματικά προβλήματα, είσαι υποχρεωμένος να ακούς μπαρούφες στολισμένες ως «ελπίδα», αλλά και να δέχεσαι την κινδυνολογία και τις απειλές ως επίδειξη δήθεν «υπευθυνότητας» και «σοβαρότητας», ε, τότε πάει πολύ. Ενώ δηλαδή απέτυχε η μνημονιακή συνταγή, να εξακολουθούν να την εμφανίζουν ως λύση.

Ας πάρουμε μόνο ένα παράδειγμα, αυτό το παραμύθι με τη δήθεν επιστροφή της χώρας στις αγορές, που συζητείται τώρα ευρέως:

Το 2010 ο τότε υπουργός Οικονομικών Παπακωνσταντίνου διαβεβαίωνε ότι από το 2011 ή έστω το 2012 η χώρα θα έβγαινε στις αγορές! Με την υπόσχεση – κοροϊδία αυτή έγιναν τα μύρια όσα εκείνη την περίοδο. Το 2012, μετά τις εκλογές μας υποσχέθηκαν ότι αν είμαστε “καλά παιδιά” θα τελειώσει γρήγορα η μνημονιακή περιπέτεια. Τρία χρόνια μετά, αυτό ακούγεται ως κρύο ανέκδοτο. Την άνοιξη του 2014 και ενόψει των ευρωεκλογών, στήθηκε ένα προκλητικό θέατρο, με την χώρα όντως να βγαίνει στις αγορές για ένα πολύ περιορισμένο ποσό και με συγκεκριμένους όρους. Υποτίθεται ότι ήταν η πρόβα τζενεράλε για την οριστική έξοδο στις αγορές και την αποκατάσταση της ομαλής δανειοδότησης πλέον, μακριά από κηδεμονίες και εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Απεδείχθη ότι το σκηνικό ήταν απλά κόλπο για να περιοριστεί η κυβερνητική ήττα στις ευρωεκλογές.

Πέντε χρόνια μετά την έλευση της τρόικας και του μνημονίου η χώρα δεν μπορεί να βγει στις αγορές, να είναι δηλαδή μια κανονική χώρα. Γι’ αυτό χρειάζεται «προληπτική γραμμή στήριξης» ή «memorandum» όπως το λένε τώρα το νέο μνημόνιο. Δηλαδή «πατερίτσες», που τις πληρώνουμε και πάλι πολύ ακριβά.

Αυτό λοιπόν το λένε Αποτυχία. Και η αλήθεια είναι ότι απέτυχε ΚΑΙ το πρόγραμμα, απέτυχαν ΚΑΙ όσοι κλήθηκαν να το εφαρμόσουν.

Εκτός κι αν ισχύει αυτό που ήδη έγραφα από το 2011: ότι δηλαδή η αρχιτεκτονική του μνημονιακού προγράμματος ήταν ακριβώς για να αποτύχει, ή αλλιώς η επιτυχία του ήταν η αποτυχία του. Ότι ο σκοπός των μνημονίων δεν ήταν ποτέ να κάνουν τη χώρα να ορθοποδήσει ή να… «σωθεί», όπως μας έλεγαν οι θιασώτες τους, αλλά να τη βυθίσουν σε μια βαθιά εξάρτηση από τους δανειστές, να την καταστήσουν ένα διαρκές πειραματόζωο των Γερμανών, όπου θα εφαρμοστούν άγριες νεοφιλελεύθερες συνταγές και το μοντέλο της πλήρους υποταγής της πολιτικής και της δημοκρατίας στις δυνάμεις των αγορών.  

Υπό αυτή την έννοια, ναι, τα μνημόνια πέτυχαν. Γι’ αυτό και μας χρειάζεται άλλο ένα, προφανώς για να… ισιώσουμε ακόμα περισσότερο. Φυσικά – και δεν το συζητώ – πάντα για να… σωθούμε…