Ας μιλήσουμε καθαρά. Οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές δεν πήγαν καλά. Φιλότιμη προσπάθεια, για την ακρίβεια η πρώτη ειλικρινής προσπάθεια που έγινε απο το 2010, αλλά χωρις το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.

Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει υφεσιακές πολιτικές και κοινωνικά άδικες πολιτικές – αυτό σημαίνουν τα φορομπηχτικά μέτρα, νέα και παλιά και η υποχρέωση της γρήγορης δημοσιονομικής προσαρμογής. Αν βάλει κανείς και τις λεγόμενες “μεταρρυθμίσεις”, που ειναι στην πραγματικότητα απορρυθμίσεις και νεοφιλελεύθερες εμμονές, τότε έχουμε αυτό που λέμε… μνημονιακές συνταγές.

Μπορεί να προκαλεί ανατριχίλα η διαπίστωση, αλλά έτσι είναι.

Η κυβέρνηση του Τσίπρα δεν βρέθηκε τυχαία μπλεγμένη με το μνημόνιο, ούτε φυσικά ήταν η επιλογή της, όπως των προηγούμενων κυβερνήσεων. Ούτε παρέδωσε εύκολα τα όπλα, όση πίεση κι αν δέχθηκε από εξωτερικό και εσωτερικό.

Είχε να ανατρέψει συγκεκριμένες ισχυρές δεσμεύσεις της χώρας – δια της υπογραφής των προηγούμενων κυβερνήσεων – έναντι των δανειστών, ο οποίοι αποδείχθηκαν περισσότερο “συμμορία” και λιγότερο αλληλέγγυοι εταίροι. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις διαπραγματεύσεις μηνών, οι δανειστές ουδέποτε εγκατέλειψαν τα περίφημα 18 προαπαιτούμενα, που είχε παρουσιάσει ήδη από πέρσι η τρόικα και τα οποία προέρχονταν από συμφωνίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μαζί τους τα προηγούμενα χρόνια. Οι πιστωτές αδιαφόρησαν παντελώς για τη φωνή ενός ολόκληρου λαού και επέμειναν στις συμβάσεις ενός προγράμματος, που κατ γενική ομολογία απέτυχε. Είχαν τελικά τις δυνάμεις, το χρόνο, τις συμμαχίες και τον κυνικό τρόπο να επιβάλλουν την ισχύ τους.

Η κυβέρνηση όφειλε να γνωρίζει ή να διαγνώσει έγκαιρα αυτή τη στάση και τακτική των δανειστών. Δεν το έκανε και περιήλθε με τον καιρό σε δυσμενή θέση στις διαπραγματεύσεις. Δεν εξέτασε ουσιαστικά ποτέ κανένα εναλλακτικό σενάριο, καμία εκδοχή σύγκρουσης και ρήξης. Δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι η Ευρώπη έχει καταντήσει έρμαιο μιας αγέλης από αγρίμια. Ενώ επρόκειτο στην ουσία για μια μάχη Γολιάθ – Δαυίδ, δεν κινήθηκε με την ανάλογη αντίληψη και στρατηγική. Δεν κατάλαβε επαρκώς ότι μόνο μίσος θα είχαν έναντι μιας αριστερής κυβέρνησης.

Δύο είναι οι ελπίδες και οι προσδοκίες τώρα της ελληνικής κοινωνίας για έναν διαφορετικό δρόμο. Η μια εξαρτάται προφανώς από τη διάθεση των δανειστών και αφορά στην απομείωση του χρέους. Κανένα πρόγραμμα τόσο βαριάς δημοσιονομικής προσαρμογής δεν μπορεί να είναι πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά βιώσιμο χωρίς αναδιάρθρωση χρέους.

Αν όντως ο επώδυνος και όχι αμοιβαία επωφελής συμβιβασμός του Τσίπρα συνοδεύεται από ρύθμιση του χρέους, τότε μιλάμε για δυνατότητα να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο. Αν όχι, τότε ο κίνδυνος της αποτυχίας είναι θανάσιμος.

Η δεύτερη ελπίδα εξαρτάται από την αποφασιστικότητα και την προετοιμασία του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει τα πράγματα, να συγκρουστεί με τη διαφθορά και την ολιγαρχία, να προχωρήσει στην παραγωγική ανασυγκρότηση να αναζητήσει νέα μοντέλα ανάπτυξης. Να αξιοποιήσει τον όποιο χρόνο διαθέτει για να δώσει ένα διαφορετικό δείγμα γραφής στη διακυβέρνηση της χώρας.

Ο Τσίπρας οφείλει να πει την αλήθεια και να μην ακολουθήσει την πεπατημένη με τις υποκριτικές μεγαλοστομίες, τις κενές ουσίας θριαμβολογίες.

Επέλεξε να δώσει μια μάχη και από μόνη της αυτή η επιλογή είναι μια νίκη και μια ένδειξη οτι η Δημοκρατία και η Πολιτική έχουν ακόμα… σφυγμό έναντι της δικτατορίας των αγορών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Να πει ότι δεν κατάφερε όσα περίμενε ή, πολύ περισσότερο, όσα είχε υποσχεθεί. Όμως δεν τα παρατάει. Ότι αυτή η μάχη ήταν ο πρώτος γύρος, η αρχική προσπάθεια μιας άπειρης και σχετικά απροετοίμαστης αριστεράς. Και ότι δεν εγκαταλείπει πεποιθήσεις, ιδέες, πολιτικές αντιλήψεις και στόχους, που συνθέτουν και αποτελούν την αριστερή και προοδευτική εναλλακτική προοπτική… Να τα πει… Αλλά κυρίως να βρει τρόπο να τα κάνει και πράξη, έστω και στο στενό κουστούμι που μας φόρεσαν οι πιστωτές…