Δεν ξέρω αν περιποιεί τιμή για μία κυβέρνηση της αριστεράς να εναποθέτει – και να το αναγνωρίζει τόσο εκκωφαντικά – τις ελπίδες της για το μέλλον (το δικό της και της χώρας) στη στάση της Μέρκελ ή εάν πρόκειται απλώς για την αναγνώριση ενός συσχετισμού δυνάμεων και τον αναγκαίο ρεαλισμό, που οφείλει κανείς να επιδεικνύει.

Το ότι φτάσαμε στο σημείο όλα να εξαρτώνται ή ακόμα χειρότερα να αποδεχόμαστε ότι τα πάντα θα καθοριστούν, από την συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με την καγκελάριο την Παρασκευή στο Βερολίνο, είναι μία πραγματικότητα ωστόσο. Δεν έχουμε κάνει ούτε βήμα μπροστά στην ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας στο μεταξύ, αυτό είναι το γεγονός.

Και μόνη της η λεγόμενη «πολιτική διαπραγμάτευση», όπως εννοείται στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει ένα αδύνατο σημείο, παρότι είναι και λογική διαδικασία και επιβεβλημένη στο διεθνές και το ευρωπαϊκό πεδίο: Εξαρτάται από τις διαθέσεις του άλλου, όχι από τις δικές μας. Εάν δεν επιθυμεί η Μέρκελ αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης – εξαρτάται, πώς την εννοεί κανείς την αναζωπύρωση βέβαια – τότε θα κάνει κάτι για έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Εάν όμως δεν συμμερίζεται τα περί αναζωπύρωσης και πει απλά «υπογράψτε παρακαλώ», διότι έχει εκλογές σε μερικούς μήνες, τότε τα πράγματα δεν θα είναι όπως ελπίζει η ελληνική κυβέρνηση.

Πάντως ισχύουν δύο πράγματα: Πρώτον τίποτα δεν άλλαξε σε σχέση με τα προηγούμενα μνημονιακά χρόνια και μνημονιακές κυβερνήσεις. Η χώρα πορεύεται ανάλογα με το ρυθμό που δίνει το Βερολίνο. Αν, ας πούμε, η Μέρκελ επιμείνει ότι το ΔΝΤ θα είναι στο ελληνικό πρόγραμμα με τις θέσεις που διατύπωσε ο Τόμσεν, καθώς το πρόσφατο Eurogroup επιβεβαίωσε τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% για το 2018 και για χρόνια μετά, με την επιβολή «μηχανισμού και δομικών μέτρων», όπως αναφέρεται ρητά στην απόφαση, η οποία προφανώς και είναι αποδεκτή και από την ελληνική κυβέρνηση – δεν είδαν ούτε αστερίσκο στη σχετική ανακοίνωση – τότε και η Αθήνα οφείλει να κινηθεί ανάλογα. Είτε δεχθεί το ΔΝΤ και τα μέτρα, είτε καταφύγει σε εκλογές.

Δεύτερον, η Μέρκελ είναι συνήθως φειδωλή σε τέτοιες συναντήσεις και επιπλέον υπάρχει εμπειρία: τον Σεπτέμβριο του 2014 κατέφυγε σε αυτήν ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος επίσης ήλπιζε τότε ότι… φεύγει το ΔΝΤ, χωρίς όμως να πάρει την παραμικρή στήριξη από την καγκελάριο. Τον Απρίλιο του 2015 πήγε στο Βερολίνο για πολύωρο δείπνο μαζί της ο Αλέξης Τσίπρας, ελπίζοντας να αποφύγει την οργή του Σόιμπλε. Το αποτέλεσμα φάνηκε τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου με ένα μνημόνιο, που θύμιζε μακρύ γερμανικό λουκάνικο.

Δεν θα περίμενε κανείς θαύματα από κανένα. Αλλά να επαναλαμβάνεται η ιστορία ως φάρσα και ως τραγωδία ταυτόχρονα, ξεπερνούσε τη φαντασία και του πιο απαισιόδοξου από εκείνους που πίστεψαν το αντιμνημονιακό διακύβευμα τόσων χρόνων.